Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

βίου τέλος

  • 1 τέλος

    τέλος, εος, τό, ([etym.] τέλλομαι, τέλλω)
    A coming to pass, performance, consummation,

    εἰ γὰρ ἐπ' ἀρῇσιν τ. ἡμετέρῃσι γένοιτο Od.17.496

    ;

    ἐν [θεοῖς] τ. ἐστὶν ὁμῶς ἀγαθῶν τε κακῶν τε Hes.Op. 669

    ; δίκη δ' ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει ἐς τ. ἐξελθοῦσα issuing in fulfilment, execution, ib. 218;

    καθάπερ ἐκ δίκης κατὰ νόμον τ. ἐχούσης PEleph.1.12

    (iv B.C.), cf. IG12(7).67.48 (Arcesine, iv/iii B.C.);

    καθήκει νῦν [τὰν γνώμαν] ἐπὶ τέλος ἀχθῆμεν SIG793.7

    (Halasarna, i A.D.); ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τ. Pi.O.13.105, cf. N.8.45, 10.29, D.18.193;

    ἢν θεὸς ἀγαθὸν τ. διδῷ αὐτῷ X.Cyr.3.2.29

    ;

    ἐν πείρᾳ τ. διαφαίνεται Pi.N.3.70

    ;

    ψευστήσεις, οὐδ' αὖτε τ. μύθῳ ἐπιθήσεις Il.19.107

    , cf. Isoc.5.71, 6.77; result,

    τ. δ' οὔ πώ τι πέφανται Il.2.122

    ;

    εἵως κε τ. πολέμοιο κιχείω 3.291

    ;

    ἐν γὰρ χερσὶ τ. πολέμου 16.630

    ; ἶσον τείνειεν πολέμου τ. 20. 101, cf. Hes.Th. 638 (but ἢ πολέμοιο ἢ λοιμοῖο τ. ποτιδέγμενοι the coming to pass (outbreak) of.., A.R.4.1282); τί μὰν ἀφήσει τ.; S. OC 1468 (lyr.); τί ἔσται τὸ τ. τῶν γιγνομένων τούτων ἐμοί; Hdt.1.155, cf. Isoc.6.50; ἀποίητον.. θέμεν ἔργων τ. undo things done, Pi.O.2.17; ὁδοῦ τ. S.OC 1400; φόνου τ. A.R.1.834;

    τοῦ δ' ὔμμι τέλος κρηῆναι ἔοικεν Id.3.172

    ; τῷ τ. πίστιν φέρων the outcome, S.El. 735; Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τ. Sol.13.17;

    ἀκόλουθον τὸ τ. ἐξέβη τοῦ κινδύνου ταῖς ἐπιβολαῖς Plb.4.11.9

    ;

    ἀμφίδοξα τὰ τ. τῶν κινδύνων αὐτοῖς ἀπέβαινε Id.18.28.11

    , cf. 18.32.12, 3.5.7;

    τ. τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης Hdt. 9.22

    , cf. Plb.1.61.2; μάχης.. κεκύρωται τ. A.Ch. 874; διὰ μάχης ἥξω τέλους, = διὰ μάχης ἥξω, Id.Supp. 475; ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τ. to seek to determine the issue of the battles in both directions, Pi.O.13.57; more generally, event,

    οὐ γὰρ ἔγωγέ τί φημι τ. χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτε.. Od.9.5

    : in concrete sense, result, product,

    τ. εὐπεψίας αἱματικῆς πιμελὴ καὶ στέαρ Arist.PA 672a4

    , cf. GA 725b8.
    2 in contexts like Hes.Op. 669, Il.16.630 (v. supr.), τ. can be understood as power of deciding, supreme power, and so we have

    τ. μὲν Ζεὺς ἔχει.. πάντων ὅσ' ἐστί Semon.1.1

    ;

    ἐν δ' ἐμοὶ τ. αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι S.OC 423

    ; [

    Ἄπολλον].. ὅθεν πολεμόκραντον ἁγνὸν, τ. ἐν μάχᾳ A.Th. 162

    (lyr.);

    τελέων τελειότατον κράτος, ὄλβιε Ζεῦ Id.Supp. 525

    (lyr.);

    τ. ἔχει δαίμων βροτοῖς, τ. ὅπᾳ θέλει E.Or. 1545

    (lyr.);

    τ. δ' ἐφ' ἡμῖν, εἴτε.. εἴτε.. Id.Hel. 887

    ; καὶ τοῖσ' (sc. ἰητροῖς) οὐδὲν ἔπεστι τ. they have no power or efficacy, Sol.13.58: and in the civil sphere, τ. ἔχειν, of persons, to have the power to ratify, IG12.57.25, Foed. ap. Th.4.118, Arist.Pol. 1322b13; ὅ τι ἂν δόξῃ τοῖς πλείοσι τοῦτ' εἶναι τ. the decision of the majority must be final, ib. 1317b6; κύριος ἔστω ἐπιβάλλειν κατὰ τὸ τ. shall have authority to inflict a fine up to the limit of his powers, Lexap.D.43.75;

    κατὰ τὸ τ. ζημιοῦσθαι Is.4.11

    ; τοῖς κατ' ἐμπορίαν παραγιγνομένοις μηδὲν ἔστω τ. πλὴν ἐπὶ κήρυκι ἢ γραμματεῖ Foed. ap. Plb.3.22.8; τ. ἔχειν, of things, to have decisive or final authority,

    σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς ἔχει τ. δή A.Pr. 13

    ; ἡ.. τούτου αἰτίασις οὐκ ἔχει τ. has no validity, Antipho 5.89; πρὶν τ. τι αὐτῶν ἔχειν before any of the terms had validity, i.e. had been ratified, Th.5.41, cf. D.35.27; τοῦ ζῆν καὶ μὴ ζῆν τὸ τ. ἐστὶν ἐν τῷ ἀναπνεῖν the decisive difference between.., Arist.Resp. 480b19.
    3 magistracy, office,

    τ. δωδεκάμηνον Pi.N.11.9

    ( δυω- codd.); οἱ ἐν τ. men in office, magistrates, S.Aj. 1352, Ph. 385, Th.3.36; ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τ. Id.1.10, cf. 6.88;

    οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες Hdt.3.18

    , 9.106; poet.,

    οἱ ἐν τέλει βεβῶτες S.Ant.67

    ; οἱ τὰ τ. ἔχοντες Foed. ap. Th.5.47;

    ὂρ μέγιστον τ. ἔχοι Schwyzer409.3

    (Elis, V B.C.);

    τοὺς.. τὸ ὁροφυλακικὸν τ. ἔχοντας SIG633.94

    (Milet., ii B.C.); τὸ τ. the government,

    τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει A.Th. 1030

    ; τὰ τ. the magistrates, Th. (with a masc. part. and pl. (v.l.) verb) 1.58, 4.15, X.An.2.6.4.
    4 decision, doom,

    Ζεὺς.. οἶδε, ὁπποτέρῳ θανάτοιο τ. πεπρωμένον ἐστί Il.3.309

    ;

    Κῆρες δὲ παρεστήκασι.., ἡ μὲν ἔχουσα τ. γήραος ἀργαλέου, ἡ δ' ἑτέρη θανάτοιο Mimn.2.6

    ; μήτηρ.. μέ φησι διχθαδίας Κῆρας φερέμεν θανάτοιο τέλος δέ (or τέλοσδε) Il.9.411, cf. 13.602; ἐξέφυγον θανάτου τ. Archil.6.3;

    τ. θανάτου ἀλεείνων Od.5.326

    ;

    τ. θανάτοιο κάλυψεν Il.5.553

    ;

    οὐδέ κέ μ' ὦκα τ. θανάτοιο κιχείη 9.416

    , cf. 11.451;

    ἡμετέρου θανάτοιο κακὸν τ., οἷον ἐτύχθη Od.24.124

    , cf. A.Th. 906 (lyr.):—judicial decision,

    ἀμμενῶ τ. δίκης Id.Eu. 243

    ; κύριον μένει τ. ib. 544 (lyr.); οὐκ ἔχουσα τῆς δίκης τ. not having authority to decide the case, ib. 729; ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τ.; will you submit the decision of this case to me? ib. 434;

    τὸ τ. κρίνειν Pl.Lg. 768b

    ; τ. ἐπιθέτω τῇ δίκῃ ib. 767a, cf. 761e, 957b; decision of an assembly, A. Supp. 603, 624; of a king, Id.Ag. 934; ἐξαιτράπης ἐὼν Ἰωνίης, τ. ἐποίησε τὴν γῆν εἶναι Μιλησίων prob. in SIG134b30 (Milet., iv B.C.); ὥς τοι ἐγὼ μύθου τ. ἐν φρεσὶ θείω the summing up or crux of the matter, Il.16.83.
    5 something done or ordered to be done, task, service, duty, γνῶ.. ὅ οἱ οὔ τι τ. κατὰ καίριον ἦλθεν on no fatal errand, Il.11.439 (nisi leg. κατακαίριον)

    ; οὐδὲ μακύνων τ. οὐδέν Pi.P.4.286

    ; ὅσοις τοῦτ' ἐπέσταλται τ. A.Eu. 743, cf. Ag. 908; μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει ib. 1202, cf. Ch. 760; ἄυπνα ὀμμάτων τέλη the wakeful duties (or services) of the eyes, E.Supp. 1137 (lyr.); ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων.. ζεύξω τ. the rendering of both services, Pi.I.1.6; αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τ. a small service or favour, A.Th. 260;

    ἡξῶ ναὶ τὸν Πᾶνα κακὸν τ. αὐτίκα δωσῶν Theoc.4.47

    ; obligation to render a service or payment, ὅτε δὴ μισθοῖο τ. πολυγηθέες ὧραι ἐξέφερον the Payment(-day) of the wage, Il.21.450;

    οἱ δ' ἐλάττω τῶν ἱκανῶν κεκτημένοι, τὴν ἀναγκαίαν ἀτέλειαν ἔχοντες, ἔξω τοῦ τ. εἰσὶ τούτου D.20.19

    , cf. Poll.8.156; ἐν τέλει μαθεῖν to be taught for a fee, Id.4.46.
    6 pl., services or offerings due to the gods,

    δαίμοσιν θῦσαι θέλουσα πελανόν, ὧν τέλη τάδε A.Pers. 204

    ;

    ἔνθ' ὁρίζεται βωμοὺς τ. τ' ἔγκαρπα Κηναίῳ Διί S.Tr. 238

    ; ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τ. Id.Ant. 143 (anap.);

    γῇ δὲ τῇδε Σισύφου σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν E.Med. 1382

    ;

    θεοῖσι μικρὰ θύοντες τέλη Id.Fr.327.6

    ; of the Eleusinian mysteries, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τ. S.OC 1050 (lyr.), cf. Fr. 837;

    σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τ. μυστηρίων E.Hipp.25

    ; called μεγάλα τ., Pl.R. 560e; rarely in sg., τοῦδε μυστικοῦ τέλους this mystic rite, A.Fr. 387; of the marriage rite,

    τ. γάμοιο Od.20.74

    , cf.A.R.4.1202, AP6.276 (Antip.); γαμήλιον τ. A.Eu. 835; τὰ νυμφικὰ τ. S.Ant. 1241;

    τ. ὁ γάμος ἐκαλεῖτο Poll.3.38

    , cf. Paus.Gr.Fr.306, Sch.Ar.Th. 982, Stob.2.7.3a.
    7 service rendered by a citizen in the Solonian constitution to the state, also his rating according to this service, θητικοῦ ἀντὶ τέλους ἱππάδ' ἀμειψάμενος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; τιμήματι διεῖλεν εἰς τέτταρα τ. four ratings or classes, ib.7.3; later, τὸ τῶν ἱππέων τ., Lat. ordo equester, D.C.48.45, al.
    8 dues exacted by the state, Ar.V. 658 (pl.), Pl.R. 425d (pl.); ἀγορᾶς τ. a market- toll, Ar.Ach. 896; πορνικὸν τ. Aeschin.1.119; τ. πρίασθαι, πωλεῖν, farm a tax or let it, D.24.144, Aeschin. l.c.; ἐκλέγειν. πράττειν, levy it, D.l.c., Alex.263.3, Aeschin.3.113; τελεῖν pay a tax or duty, Pl.Lg. 847b; εἰ τὰ τ. τελεῖ, ποῖον τ. τελεῖ, questions put to candidates at Athens, Din.2.17, Arist.Ath.7.4;

    τέλη κατατίθησιν Antipho 5.77

    ;

    καταβαλεῖν And.1.93

    ; freq. in Inscrr., IG12.46.12, al., SIG135.14 (Olynthus, iv B.C.), al., and Papyri, τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως τ., etc., POxy.1473.30 (iii A.D.), cf. PCair.Zen.240.7 (iii B.C.), etc.: metaph., τέλη λύειν, v. λύω v. 2.
    9 financial means, expenditure, usu. in dat. pl., ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τ. μὴ ἑαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ by the use of his own means, Th.6.16; κακῶς ἡμᾶς αὐτοὺς ποιούντων τέλεσι τοῖς οἰκείοις if we harm ourselves at our own expense, Id.4.60;

    ἀναγραψάτω.. τέλεσι τοῖς Λεωνίδου IG 12.56.22

    , cf. 94.14, al.;

    Χερρόνησον τοῖς αὑτοῦ τ. διορύξει D.6.30

    ;

    δημοσίοις τέλεσι Plu.Phoc.38

    : in nom. sg., μάτην γὰρ οἴκῳ σὸν τόδ' ἐκβαίη τ. E.Fr. 639.
    10 a military station or post with defined duties (cf. signf. 5), ἐλθεῖν εἰς φυλάκων ἱερὸν τ. Il.10.56; αἶψα δ' ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν τ. ἷξον ἰόντες ib. 470; δόρπον ἔπειθ' ἑλόμεσθα κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσιν at our posts, in the ranks, 11.730, cf. 18.298; later, military unit, division, squadron,

    τέλει ἑνὶ τῶν ἱππέων Th.2.22

    , cf. 4.96;

    πελταστῶν τέλη E.Rh. 311

    ;

    κατὰ τέλεα Hdt.1.103

    , 7.87, al.;

    κατὰ τέλη Th.6.42

    , Plb.11.11.6, cf. 11.15.2, Polyaen.2.1.17; in the Roman army, legion, J.AJ14.16.2, BJ1.17.9, Plu.Ant.18.56, App.BC5.87, al.
    b a force of 2048 infantry, = μεραρχία, Ascl. Tact.2.10, Arr.Tact.10.5, Ael.Tact.9.7.
    c a force of 2048 cavalry, Ascl.Tact.7.11, Arr.Tact.18.4, Ael.Tact.20.2.
    II δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη troops or columns of.. chariots, A.Pers.47 (anap.); of ships,

    τρία τ. ποιήσαντες τῶν νεῶν Th.1.48

    : also ὀρνίθων τέλεα flocks of birds, v.l. for γένεα, Hdt.2.64;

    τ. ἀθανάτων A.Fr. 151

    (anap.).
    12 a territorial division, Στρατικὸν τ. SIG421.44 (Acarnania, iii B.C.); Κορωνείων τὸ τ. Supp.Epigr.3.354 (Thebes, iii B.C.); τὸ Λοκρικὸν τ. GDI2070 (Delph., ii B.C.).
    II degree of completion or attainment,

    τόσσον μὲν ἔχον τ., οὔατα δ' οὔ πω.. προσέκειτο Il.18.378

    ; degree of maturity, age,

    ἐπὴν δὴ τοῦτο τ. παραμείψεται ὥρης Mimn.2.9

    ;

    ἥβης πρὶν τ. ἄκρον ἰδεῖν Simon.123

    ;

    ἥβης τ. μολόντας E.Med. 920

    ; εἰς ἀνδρὸς τ. ἰέναι man's estate, Pl.Mx. 249a;

    εἰς πρεσβύτου τ. ἀφικομένοις Id.Epin. 992d

    ;

    τὸ τῶν παίδων τ. ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος Id.Smp. 181e

    ;

    οὐδὲ γήρως ἔβας τ. σὺν τᾷδε E.Alc. 413

    (lyr.).
    b a length of time (or space), term, course, ἀρετάς, αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τ. Pi.I.4(3).5(23); so perh. in E.Hipp.87 (v. infr. 3), and in διὰ τέλους (v. infr. 2 c).
    2 state of completion or maturity, τ. λαβεῖν, ἔχειν, of plants or animals, to attain maturity, Pl.Phdr. 276b, Lg. 834c, cf. 899e: hence, completion, end, finish, τ. ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ complete it, Id.Smp. 186a, cf. Prt. 348a; ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπ έθηκε τ. as a finish to all his former acts, D.18.140;

    τὸ τ. τῆς σκηνῆς ἐποιήσαντο X.Cyr.2.3.24

    ;

    ταύτης.. τῆς ἡμέρας τοῦτο τὸ τ. ἐγένετο Id.An.1.10.18

    ; τ. λαβεῖν to be completed, Pl.R. 501e, Isoc.4.5;

    τ. ἔχειν Pl.Lg. 772c

    ; οὐ τ. ἵκεο μύθων didst not reach the end of thy speech, Il.9.56;

    ἐπὶ τέλους τοῦ δρόμου Pl.R. 613d

    ;

    μέχρι τοῦ τὸ προκείμενον ἐπὶ τέλος ἀχθῆναι PTeb.14.8

    (ii B.C.);

    ἑκάστων πρὸς τέλος ἀχθέντων UPZ108.29

    (ii B.C.), cf. BGU1816.11 (i B.C.);

    ἡ εἰκοστὴ τοῦ νοσήματος ἡμέρα τ. μὲν τριῶν ἑβδομάδων, ἓξ δὲ τετράδων Gal.18(2).234

    :—freq. in Adverbial phrases:
    a τέλος at last,

    ὥστε τ. ἡσυχίαν ἦγον Th.2.100

    , cf. 5.46; but most freq. at the beginning of the clause,

    μάχης δὲ καρτερῆς γενομένης, τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν Hdt.1.76

    , cf.4.131, al.;

    τέλος δέ Id.1.36

    , Thgn. 1294, etc.; ἀλλὰ τ. Hdt.6.137;

    τ. μέντοι Id.5.89

    , X.HG5.4.30;

    τ. γε μέντοι S.Ant. 233

    ; καὶ τ. Hdt.4.154, Th.1.109; τό γε τ. Pl.Lg. 740e.
    b < ἐς τ. in the end, in the long run,

    πάντως ἐς τ. ἐξεφάνη Sol.13.28

    , cf. Hdt.9.37; εἰς τ. S.Ph. 409;

    θνητῶν δ' εἰς τ. ὄλβιος οὐδείς E.IA 161

    (anap.), cf. Hdt.3.40; ὁρῶντες τὴν Λιβύην εἰς τ. ἀβλαβῆ διαμένουσαν altogether, completely, Plb.1.20.7, cf. PTeb.38.11 (ii B.C.), OGI90.12 (Rosetta, ii B.C.), PSI10.1120.5 (i B.C./i A.D.); ἐς τ. ἄνυε μοίρας dub. l. in Theoc.1.93.
    c διὰ τέλους (orig. perh. from signf. 1.1 or 5, or 11.1b, through the (whole) performance or time), through to the end, completely, A.Pr. 275, S.Aj. 685, E.Supp. 270, Isoc.5.24, 8.17, 19.4; throughout, all the time, always, Antipho 5.42, Timocl.8.5, Hegesipp.Com.2.3; so

    διὰ τέλεος Hp.Acut.46

    (= διὰ παντὸς καὶ ἀεί acc. to Gal.15.618);

    διὰ τέλους ἀεί Pl.Phlb. 36e

    ; permanently, for good, τοῦ ἀφεθῆναί σε διὰ τ. PPetr.2p.45 (iii B.C.).
    e τέλει perh. in the end, S.OT 198 (lyr.).
    3 esp. τ. ἔχειν βίου to have reached the end of life, to be dead, Pl.Lg. 801e;

    ἐμοὶ μὲν τοῦ βίου τὸ τ. ἤδη πάρεστιν X.Cyr.8.7.6

    ;

    πᾶσίν ἐστιν ἀνθρώποις τ. τοῦ βίου θάνατος D.57.27

    ;

    εἰς τ. τοῦ ζῆν ἀφικνεῖσθαι S.OC 1530

    : less freq. abs., death,

    ἐλπίς ἐστι νύκτερον τ. μολεῖν A.Th. 367

    (lyr.);

    οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν ἀλλ' ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο Hdt.1.31

    ; ἔχει τὸ κάλλιστον τ. X.Cyr.7.3.11; ἔχει τ., = τετελεύτηκε, Laconian phrase acc. to Hsch.;

    τῶν ἤδη τ. ἐχόντων Pl.Lg. 717e

    , cf. 772c, BGU1857.7 (i B.C.); reversely,

    τ. ἔχει τινά Pl.Lg. 740c

    ;

    οἷόν σε βίου τ. εἷλε E.Rh. 735

    (anap.):—but ὀλβίως ἔλυσεν τὸ τ. βίου has paid life's toll (cf. supr.1.8), S.OC 1720 (lyr.); τὸ τ. ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan; also

    τ. δὲ κάμψαιμ' ὥσπερ ἠρξάμην βίου E.Hipp.87

    (cf. supr. 11.1b); πρὶν ἂν πέλας (v.l. τέλος)

    γραμμῆς ἵκηται καὶ τ. κάμψῃ βίου Id.El. 955

    -6.
    4 end, cessation, ὡς δὲ πρὸς τ. γόων ἀφίκοντ' S.OC 1621; πῶς τροχηλάτου μανίας ἂν ἔλθοιμ' ἐς τ. πόνων τ' ἐμῶν; E.IT83; ὅταν δὴ πημάτων λάβῃ τ. Id.Hel. 534;

    τ. δέχει δὴ τῶν ἐμῶν προσφθεγμά των Id.Hec. 413

    ;

    ἡ μὲν οὖν ἐπανάστασις.. τοῦτο τὸ τ. ἔσχεν Hell.Oxy.10.3

    ;

    ἐπειδὴ οὐχ οἷόν τε εἰς ἄπειρον, τ. ἔσται πάσης φορᾶς Arist.Metaph.

    1074a30.
    5 end of a word, A.D.Pron.12.25, al.; of a sentence,

    ἐπὶ τέλει πρόσκειται Sor.1.43

    , cf. Gal.15.20; of a chapter or book,

    ἐπὶ τέλει ἀναλυθήσεται Archim.Sph.Cyl.2.4

    , cf. Gal.15.10;

    πρὸς τῷ τ. ῥηθήσεται Pl.Lg. 957b

    ;

    πρὸς τῷ τ. τοῦ ἐντέρου Arist.PA 675a16

    ; ἀπὸ τέλους τοῦ σταδίου, opp. ἀπὸ μέσου, Id.Ph. 239b34 (cf. infr. 111.2).
    III achievement, attainment,

    τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τ. γλυκεροῖο γενέσθαι Od.22.323

    , cf. Pi.N.3.25;

    τ. δὲ τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ Αἰθίοπος ὧδε ἔλεγον γενέσθαι Hdt.2.139

    ; πῶς ἂν καὶ τοῦτο τοῦ τ. τυγχάνοι, i.e. might be achieved, Gem.8.36.
    2 winning-post, goal in a race,

    πρὸς τ. ὀρνύμενον B.5.45

    ; in a contest,

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τ. ἄκρον ἱκέσθαι Pi.I.4(3).32(50)

    ; εἰς τ. ἐλθεῖν, of runners in a race, Pl.R. 613c.
    b prize, ἔφερε πυγμᾶς τ. Pi.O.10(11).67; οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον ἀλλ' ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τ. Id.I.1.27;

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσεκοσμήσαις, τ. ἔμμεν ἄκρον Id.P.9.118

    (perh. 'to be the winning post and prize');

    κρίνεις τ. ἀρετᾶς B.10.6

    : metaph.,

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τ. ἔμπεδον ὤρεξε Pi.N.7.57

    .
    3 Philos., full realization, highest point. ideal, ἅπτεσθαι τοῦ τ. Pl.Smp. 211b; πρὸς τ. ἰὼν τῶν ἐρωτικῶν ib. 210e;

    πρὸς τ. ἀρετῆς ἐλθόντα Id.Clit. 410e

    , cf. R. 613c.
    b the end or purpose of action,

    τ. εἶναι ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν Id.Grg. 499e

    ; freq. in Arist., EN 1094a18, al.: hence, the final cause, = τὸ οὗ ἕνεκα, Id.Metaph. 994b9, 996a26, al.; hence simply = τὸ ἀγαθόν, the chief good, Id.EN 1097a21, Zeno Stoic.1.45, etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέλος

  • 2 τέλος

    τέλος, ους, τό (Hom.+)
    a point of time marking the end of a duration, end, termination, cessation (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130 §139 Jac. τέλος τ. Βίου Καίσαρος; TestAbr A 1 p. 78, 5 [Stone p. 4] τῆς ζωῆς; Maximus Tyr. 13, 9d ἀπιστίας) τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος Lk 1:33. μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων Hb 7:3. τὸ τέλος τοῦ καταργουμένου the end of the fading (splendor) 2 Cor 3:13. τέλος νόμου Χριστός Ro 10:4 (perh. 3 below). πάντων τὸ τέλος ἤγγικεν the end of all things is near 1 Pt 4:7. τὸ τ. Ἰερουσαλήμ GPt 7:25. τὸ τέλος κυρίου Js 5:11 is oft. (fr. Augustine to ABischoff, ZNW 7, 1906, 274–79) incorrectly taken to mean the end=the death (this is what τέλος means e.g. TestAbr A 4, p. 81, 14 [Stone p. 10]; Appian, Syr. 64 §342, Bell. Civ. 1, 107 §501; 3, 98 §408; Arrian, Anab. 3, 22, 2; 7, 24, 1) of the Lord Jesus (s. 3 below). τ̣ὸ̣ [τέλο]ς (or τ̣ε̣[λο]ς) τῶν φαινο[με]νων (Till’s rdg. of Ox 1081, 29f after the Coptic SJCh 90, 6, in place of τ̣ὸ̣ [φῶ]ς τῶν φαινο[μέ]νων) the end of the things that are apparent. τέλος ἔχειν have an end, be at an end (X., An. 6, 5, 2; Pla., Phdr. 241d, Rep. 3, 392c; Diod S 14, 18, 8; 16, 91, 2) Mk 3:26 (opp. στῆναι). The possibility of repenting ἔχει τέλος is at an end Hv 2, 2, 5. Of the consummation that comes to prophecies when they are fulfilled (Xenophon Eph. 5, 1, 13; Jos., Ant. 2, 73; 4, 125; 10, 35; SibOr 3, 211): revelations Hv 3, 3, 2. So perh. τὸ περὶ ἐμοῦ τέλος ἔχει the references (in the Scriptures) to me are being fulfilled Lk 22:37; also prob. is my life’s work is at an end (cp. Diod S 20, 95, 1 τέλος ἔχειν of siege-machines, the construction of which entailed a great deal of hard work: be completed; Plut., Mor. 615e; Jos., Vi. 154).
    the last part of a process, close, conclusion, esp. of the last things, the final act in the cosmic drama (Sb 8422, 10 [7 B.C.] τοῦτο γάρ ἐστι τέλος; TestAbr A 13 p. 92, 19 [Stone p. 32] τῆς κρίσεως ἐκείνης τὸ τέλος; ApcEsdr 3:13 ἐγγύς ἐστιν τὸ τέλος; Iren., 1, 10, 3 [Harv. I 96, 8] περὶ τοῦ τ. καὶ τῶν μέλλόντων)
    Mt 24:6, 14; Mk 13:7; Lk 21:9; PtK 2 p. 13, 22. Perh. 1 Cor 15:24, if ἔσται is to be supplied w. εἶτα τὸ τέλος then the end will come (so JHéring, RHPR 12, ’33, 300–320; s. below, bα and 4). ἔχει τέλος the end is here Hv 3, 8, 9. On τὰ τέλη τῶν αἰώνων 1 Cor 10:11 s. αἰών 2b and 5 below; also MBogle, ET 67, ’56, 246f: τ.=‘mystery’.—PVolz, D. Eschatologie d. jüd. Gemeinde im ntl. Zeitalter ’34; Bousset, Rel.3 202–301; EHaupt, Die eschatol. Aussagen Jesu in den synopt. Evangelien 1895; HSharman, The Teaching of Jesus about the Future acc. to the Synopt. Gospels 1909; FSpitta, Die grosse eschatol. Rede Jesu: StKr 82, 1909, 348–401; EvDobschütz, The Eschatology of the Gospels 1910, Zur Eschatol. der Ev.: StKr 84, 1911, 1–20; PCorssen, Das apokalypt. Flugblatt in der synopt. überl.: Wochenschr. für klass. Philol. 32, 1915, nos. 30f; 33f; DVölter, Die eschat. Rede Jesu: SchTZ 32, 1915, 180–202; KWeiss (s. τελέω 1); JWeiss, Das Urchristent. 1917, 60–98; JJeremias, Jesus als Weltvollender 1930; WKümmel, Die Eschatologie der Ev.: ThBl 15, ’36, 225–41, Verheissg. u. Erfüllg. ’45; CCadoux, The Historic Mission of Jesus ’41 (eschat. of the synoptics); HPreisker, Das Ethos des Urchristentums ’49; AStrobel, Untersuchungen zum eschat. Verzögerungsproblem, ’61. Billerb. IV 799–976. S. also ἀνάστασις 2b, end.—In contrast to ἀρχή: B 1:6ab; IEph 14:1ab; IMg 13:1. Of God Rv 1:8 v.l.; 21:6; 22:13 (Ar. 4, 2; Just., D. 7, 2; Mel., P. 105, 113f; s. also ἀρχή 2).
    adverbial expressions
    α. adv. acc. τὸ τέλος finally (Pla. et al.; BGU 1024 VII, 23; B-D-F §160; s. Rob. 486–88; Theoph. Ant. 1, 14 [p. 92, 8].—The customary use in this case is τέλος without the art.: ViAm 1 [p. 81, 11 Sch.]) 1 Pt 3:8. εἶτα τὸ τέλος 1 Cor 15:24 is classed here by Hofmann2; FBurkitt, JTS 17, 1916, 384f; KBarth, Die Auferstehung der Toten2 1926, 96 (s. 2a above and 4 below).
    β. to the end, to the last: ἄχρι τέλους Hb 6:11; Rv 2:26; ἕως τέλους (Da 6:27 Theod.; JosAs 12:3) 1 Cor 1:8; 2 Cor 1:13 (here, too, it means to the end=until the parousia [Windisch, Sickenberger, NRSV] rather than ‘fully’ [Ltzm., Hdb.; RSV ’46]); Hs 9, 27, 3; μέχρι τέλους (Phocylides [VI B.C.] 17 Diehl3 ἐξ ἀρχῆς μέχρι τέλους; Chariton 4, 7, 8; Appian, Mithrid. 112 §550; Polyaenus 4, 6, 11; POxy 416, 3; PTebt 420, 18; Wsd 16:5; 19:1; Jos., Vi. 406) Hb 3:6 v.l., 14; Dg 10:7. S. also εἰς τέλος (γ below).
    γ. εἰς τέλος in the end, finally (Hdt. 3, 40 et al.; PTebt 38, 11 [113 B.C.]; 49, 12; Gen 46:4; GrBar 13:2; Ps.-Clem., Hom. 18, 2) Lk 18:5. σωθῆναι 2 Cl 19:3.—To the end, until the end (Epict. 1, 7, 17; Jos., Ant. 19, 96; JosAs 23:5) Mt 10:22; 24:13; Mk 13:13; IEph 14:2; IRo 10:3.—Forever, through all eternity (Dionys. Hal. 13, 88, 3; Ps 9:19; 76:9; 1 Ch 28:9; Da 3:34) ἔφθασεν ἐπʼ αὐτοὺς ἡ ὀργὴ εἰς τέλος 1 Th 2:16 (s. also below and cp. TestLevi 6:11, concerning which there is a variety of opinion). εἰς τέλος ἀπολέσαι τὴν ζωήν lose one’s life forever Hs 8, 8, 5b.—Decisively, extremely, fully, altogether (Polyb. 1, 20, 7; 10; 12, 27, 3 and oft.; Diod S 18, 57, 1 ταπεινωθέντες εἰς τ.=ruined utterly; Lucian, Philop. 14; Appian, Bell. Mithr. 44 §174; OGI 90, 12 [II B.C.]; PTebt 38, 11 [II B.C.]; 49, 11; 793 [s. οὖς 1]; Josh 8:24; 2 Ch 12:12; Ps 73:1; Job 6:9; PsSol 1:1; TestAbr A 13 p. 92, 23 [Stone p. 32]; ApcMos 19; Jos., Vi. 24; Just., A I, 44, 12; Diodorus on Ps 51:7: MPG 33, 1589b εἰς τέλος τουτέστι παντελῶς) 1 Th 2:16 ( forever is also prob.; s. above); B 4:7; 10:5; 19:11. ἱλαρὰ εἰς τέλος ἦν she was quite cheerful Hv 3, 10, 5. Cp. 3, 7, 2; m 12, 2, 3; Hs 6, 2, 3; 8, 6, 4; 8, 8, 2; 5a; 8, 9, 3; 9, 14, 2.—For εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς J 13:1 s. εἰς 3.
    δ. ἐν τέλει at the end (opp. πρὸ αἰώνων) IMg 6:1.
    the goal toward which a movement is being directed, end, goal, outcome (Dio Chrys. 67 [17], 3; Epict. 1, 30, 4; 3, 24, 7; Maximus Tyr. 20, 3b; Jos., Ant. 9, 73; TestAsh 1:3; ἡ θεία παίδευσις καὶ εἰσαγωγὴν ἔχει καὶ προκοπὴν καὶ τ. Did., Gen. 69, 9) Mt 26:58. τὸ τέλος κυρίου the outcome which the Lord brought about in the case of Job’s trials Js 5:11 (Diod S 20, 13, 3 τὸ δαιμόνιον τοῖς ὑπερηφάνως διαλογιζομένοις τὸ τέλος τῶν κατελπισθέντων εἰς τοὐναντίον μετατίθησιν=the divinity, in the case of the arrogant, turns the outcome of what they hoped for to the opposite.—On Js 5:11 s. 1 above). τὸ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη the instruction has love as its aim 1 Ti 1:5 (Ἐπίκουρος … λέγων τὸ τ. τῆς σοφίας εἶναι ἡδονήν Hippol., Ref. 1, 22, 4. τ.=‘goal’ or ‘purpose’: Epict. 1, 20, 15; 4, 8, 12; Diog. L. 2, 87; Just., D. 2, 6). Perh. this is the place for Ro 10:4, in the sense that Christ is the goal and the termination of the law at the same time, somewhat in the sense of Gal 3:24f (schol. on Pla., Leg. 625d τέλος τῶν νόμων=goal of the laws; Plut., Mor. 780e δίκη … νόμου τέλος ἐστί; FFlückiger, TZ 11, ’55, 153–57; difft. RJewett, Int 39, ’85, 341–56, Christ as goal but without repudiation of the law; cp. SBechtler, CBQ 56, ’94, 288–308); s. 1.—Esp. also of the final goal toward which pers. and things are striving, of the outcome or destiny which awaits them in accordance w. their nature (TestAsh 6:4; Philo, Exs. 162, Virt. 182; Just., A II, 3, 7; Ath., R. 24 p. 77, 19; Aelian, VH 3, 43; Alciphron 4, 7, 8; Procop. Soph., Ep. 154; τὸ τ. ὁρόμου Orig., C. Cels. 7, 52, 6) τὸ τέλος ἐκείνων θάνατος … τὸ τέλος ζωὴν αἰώνιον Ro 6:21f. Cp. 2 Cor 11:15; Phil 3:19 (HKoester, NTS 8, ’61/62, 325f): perh. a play on a mystery term; 1 Pt 4:17 (cp. 2 Macc 7:30–38); Hb 6:8. κομιζόμενοι τὸ τέλος τῆς πίστεως 1 Pt 1:9. τέλος τὰ πράγματα ἔχει all things have a goal or final destiny (i.e. death or life) IMg 5:1 (τέλος ἔχειν as Plut., Mor. 382e; Polyaenus 4, 2, 11 τέλος οὐκ ἔσχεν ἡ πρᾶξις=did not reach its goal; Jos., C. Ap. 2, 181, Ant. 17, 185.—Ael. Aristid. 52 p. 597 D.: τὸ τέλος πάντων πραγμάτων). εἰς τέλος εἶναι be at = reach the goal IRo 1:1 (εἰς for ἐν; s. εἰς 1aδ).
    last in a series, rest, remainder (Aristot. De Gen. Anim. 1, 18 p. 725b, 8; Is 19:15. Of a military formation Arrian, Tact. 10, 5; 18, 4), if τὸ τέλος 1 Cor 15:24 is to be taken, w. JWeiss and Ltzm., of a third and last group (τάγμα 1b; s. 2a and 2bα above).
    revenue obligation, (indirect) tax, toll-tax, customs duties (X., Pla. et al.; ins, pap; 1 Macc 10:31; 11:35; Jos., Ant. 12, 141) ἀποδιδόναι τὸ τέλος Ro 13:7b; cp. a (w. φόρος as Appian, Sicil. 2, 6, Bell. Civ. 2, 13 §47; Vi. Aesopi W 92; Ps.-Clem., Hom. 10, 22. Pl. w. εἰσφοραί Theoph. Ant. 1, 10 [p. 80, 19]). λαμβάνειν τέλη ἀπό τινος Mt 17:25 (w. κῆνσος; Just., A I, 27, 2).—τὰ τέλη τ. αἰώνων 1 Cor 10:11 is transl. the (spiritual) revenues of the ages by ASouter (Pocket Lex. of the NT 1916, s.v. τέλος) and PMacpherson, ET 55, ’43/44, 222 (s. 2a above).—GDelling, TW VIII, 50–88: τέλος and related words, also ZNW 55, ’64, 26–42=Studien zum NT, ’70, 17–31.—B. 802; 979. Schmidt, Syn. IV 496–523. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > τέλος

  • 3 βίος

    βίος[ῐ], ,
    A life, i. e. not animal life ([etym.] ζωή), but mode of life (cf.

    εἰ χρόνον τις λέγοι ψυχῆς ἐν κινήσει μετα βατικῇ ἐξ ἄλλου εἰς ἄλλον βίον ζωὴν εἶναι Plot.3.7.11

    ), manner of living (mostly therefore of men, v. Ammon. p.32 V.; but also of animals,

    διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Epicr.11.14

    , cf. X.Mem.3.11.6, etc.; also

    ζῆν φυτοῦ βίον Arist. GA 736b13

    );

    ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον Od. 15.491

    ;

    ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύειν 18.254

    ;

    αἰῶνα βίοιο Hes.Fr. 161

    ;

    τὸν μακρὸν τείνειν βίον A.Pr. 537

    (lyr.);

    ὁ καθ' ἡμέραν β. S.OC 1364

    ;

    βίον διαγαγεῖν Ar. Pax 439

    ;

    τελεῖν S.Ant. 1114

    ;

    διατελεῖν Isoc.6.45

    ; διέρχεσθαι βίου τέλος dub.in Pi.I.4(3).5;

    τελευτᾶν Isoc.4.84

    ;

    ὑπ' ἄλλου τελευτῆσαι β. Pl.Lg. 870e

    ;

    ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω X.Cyr.8.7.17

    ;

    τέρμα βίου περᾶν S.OT 1530

    ;

    ὁδὸς βίου Isoc.1.5

    , cf. X.Mem.2.1.21;

    διὰ βίου Arist.Pol. 1272a37

    ; prov., ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος 'the Golden Age', Id.Ath.16.7; so

    Ταρτησσοῦ β. Him.Ecl.10.11

    ;

    β. ζωῆς Pl.Epin. 982a

    (cf. βιοτή)

    ; ζῆν θαλάττιον β. Antiph.100

    ;

    ἀμέριμνον ζῆν β. Philem.92.8

    ;

    λαγὼ β. ζῆν δεδιὼς καὶ τρέμων D.18.263

    ;

    σκληρὸς τῷ β. Men.Georg.66

    : rarely in pl., Alex.116.6 and 11, Men.855; τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ β.; Pl.Lg. 733d, cf. Arist.EN 1095b15, Pol. 1256a20.
    2 in Poets sts. = ζωή, βίον ἐκπνέων A.Ag. 1517 (lyr.);

    ἀποψύχειν S.Aj. 1031

    ;

    φείδεσθαι βίου Id.Ph. 749

    ; νοσφίζειν τινὰ βίου ib. 1427, etc.
    3 lifetime,

    ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων β. Hdt.6.109

    ;

    τῶν ἐπὶ τοῦ σοῦ β. γεγονότων λόγων Pl.Phdr. 242a

    , cf. PMagd.18.7 (iii B. C.), etc.
    II livelihood, means of living (in Hom. βίοτος)

    , βίος ἐπηετανός Hes.Op.31

    , Pi.N.6.10; τὸν βίον κτᾶσθαι, ποιεῖσθαι, ἔχειν ἀπό τινος, to make one's living off, to live by a thing, Hdt.8.106, Th.1.5, X.Oec.6.11;

    ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ' ἑλών S.Ph. 931

    , cf. 933, 1282;

    κτᾶσθαι πλοῦτον καὶ βίον τέκνοις E. Supp. 450

    ; πλείον' ἐκμοχθεῖν β. ib. 451; β. πολύς ib. 861;

    ὀλίγος Ar. Pl. 751

    ;

    βίον κεκτημένος Philem.99.4

    ; ὁ ῐδιος β. private property, AJA17.29 (i B. C.), cf. SIG762.40, Iamb.VP30.170; β. Δημήτριος, = corn, A.Fr.44.
    III the world we live in, 'the world', οἱ ἀπὸ τοῦ β., opp. the philosophers, S.E.M.11.49; simply

    ὁ βίος Id.P.1.211

    ; ὁ β. ὁ κοινός ib. 237;

    μυθικὰς ὑποθέσεις ὧν μεστὸς ὁ β. ἐστί Ph.1.226

    ; ἐκκαθαίρειν τὸν β., of Hercules, Luc.DDeor.13.1; τὸν βίον μιμούμενοι, of comic poets, Sch. Heph.p.115C.; also, 'the public',

    ἵνα ὁ β. εἰδῇ τίνα δεῖ μετακαλεῖσθαι Sor.1.4

    .
    V a life, biography, as those of Plu., Thes.1, cf. Ph.2.180.
    VI caste,

    διεῖλε τὸ πλῆθος εἰς τέτταρας β. Str.8.7.1

    .
    VIII Astrol., the second region, Paul.Al.L.2. (Cf. Skt. jīv´s 'alive', j[imacracute]vati 'live', Lat. uīvus, etc.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βίος

  • 4 διέρχομαι

    διέρχομαι, [tense] fut. διελεύσομαι (but δίειμι is used in [dialect] Att. as [tense] fut., and διῄειν as [tense] impf.): [tense] aor. διῆλθον:—
    A go through, pass through, abs.,

    ἀντικρὺ δὲ διῆλθε βέλος Il.23.876

    , etc.: c. gen., φάτο.. ἔγχος ῥέα διελεύσεσθαι ..

    Αἰνείαο 20.263

    , cf. 100;

    σφαγῶν διελθὼν ἰός S.Tr. 717

    ;

    δ. διὰ τῆς νήσου Hdt.6.31

    ; διέρχεται ἅπαντα διὰ τούτου Ar.Av. 181;

    δ. διὰ πάντων Act.Ap.9.32

    ;

    εἰ σῶμα οὖσα ἡ ψυχὴ.. διῆλθε διὰ παντός Plot. 4.7.8

    : c. acc., δ. πῶϋ, ἄστυ, Il.3.198, 6.392; θύρας (pl.) Lys.12.16;

    τὴν πολεμίαν Th.5.64

    ;

    τρεῖς σταθμούς X.An.3.3.8

    .
    2 pass through, complete,

    τὸ πέμπτον μέρος τῆς ὁδοῦ Hdt.3.25

    ;

    τὸν βίον Pl. R. 365b

    , etc.;

    παιδείαν X.Cyr.1.5.1

    .
    3 of reports,

    βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς S.Aj. 999

    : abs.,

    διῆλθεν ὁ λόγος

    went abroad, spread,

    Th.6.46

    , cf. X.An.1.4.7;

    κληδὼν γῆς διῆλθε S.Ph. 256

    .
    4 of pain, shoot through one, ib. 743; of passion,

    ἵμερος δ. Ἡρακλῆ Id.Tr. 477

    ; ἐμὲ διῆλθέ τι a thought shot through me, E.Supp. 288.
    5 pass through and reach, arrive at,

    βίου τέλος Pi.I.4(3).5

    .
    6 go through in detail, recount,

    λόγον Id.N.4.72

    ;

    χρησμόν A.Pr. 874

    ; ἃ διῆλθον the details I have gone through, Th.1.21; ὀλίγα διελθών a little further on, Pl.Prt. 344b;

    δ. περί τινος Isoc.4.66

    ,9.12, Pl.Prt. 347a;

    ὑπέρ τινος Plb.1.13.10

    ;

    πάντα μετὰ φρεσί h.Ven. 276

    ;

    πρὸς αὑτόν Isoc.11.47

    ;

    δ. τίς πολιτεία.. συμφέρει Arist.Pol. 1296b14

    .
    II intr. of Time, pass, elapse,

    χρόνου οὐ πολλοῦ διελθόντος Hdt.1.8

    , cf. 3.152, D.23.153, Plb.20.10.17; τοῦ διεληλυθότος ἔτους the past year, BGU410.7 (ii A. D.), etc.;

    διελθουσῶν τῶν σπονδῶν Th.4.115

    ;

    διελθὼν ἐς βραχὺν χρόνον

    having waited,

    E.HF 957

    codd. (fort. ὡς).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέρχομαι

  • 5 κάμπτω

    κάμπτω, [tense] fut.
    A

    κάμψω Il.7.118

    , S.OC91: [tense] aor. 1

    ἔκαμψα Od.5.453

    , Pi.P.2.51, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.

    καμφθήσομαι D.Chr.77.33

    , Gal.UP2.15: [tense] aor.

    ἐκάμφθην A.Pr. 513

    , Th.3.58: [tense] pf. inf.

    κεκάμφθαι Hp.Art.67

    , part.

    κεκαμμένος Arist.Metaph. 1016a12

    , ([etym.] ἐπι-, συγ-) Hp.Prog.3, X. Eq.7.2. (Cogn. with Lith. ka[mtilde]p-as 'corner', ku[mtilde]p-as 'curved', and prob. Lat. campus):—bend, curve, ὄφρα ἴτυν κάμψῃ that he may bend it into a chariot-rail, Il.4.486 (so metaph.,

    κ. νέας ἁψῖδας ἐπῶν Ar.Th.53

    ): freq. in phrase, γόνυ κ. bend the knee so as to sit down and rest,

    φημί μιν ἀσπασίως γόνυ κάμψειν Il.7.118

    , cf. 19.72;

    ὁ δ' ἄρ' ἄμφω γούνατ' ἔκαμψε Χεῖράς τε στιβαράς Od.5.453

    ; οὐ κάμπτων γόνυ, i.e. never resting, A.Pr.32; ἄσμενός τἂν.. κάμψειεν γόνυ ib. 398;

    ἵζω.. κάμψας γόνυ E.Hec. 1150

    ; so

    κ. κῶλα S.OC19

    ; then κάμπτειν alone, sit down, rest, ib.85, E.Hec. 1080(lyr.); also γόνυ κ. bend the knee in worship, LXXIs.45.23, etc.:—[voice] Pass., bend oneself, opp. ἐκτείνεσθαι, Pl.Ti. 74b;

    ὥσπερ ξύλον καμπτόμενον εὐθύνουσιν Id.Prt. 325d

    ; ἡ κεκαμμένη (sc. γραμμή ) a bent line, Arist.Metaph.l.c.
    II turn or guide a horse or chariot round the turning-post (cf.

    καμπτήρ 11

    ), κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν to double the post and return along the second half of the δίαυλος, A.Ag. 344;

    κ. δρόμον B. 9.26

    ; κάμπτοντος ἵππου as the horse was turning, S.El. 744;

    κ. περὶ νύσσαν Theoc.24.120

    : metaph., κ. βίον to make the last turn in the course of life, S.OC91;

    κ. βίου τέλος E.Hipp.87

    , El. 956;

    ὅταν κάμψῃς καὶ τελευτήσῃς βίον Id.Hel. 1666

    ; ἑξηκοστὸν ἥλιον κ. Herod.10.1; διὰ λόγου κάμψαι κακά to end evils by reasoning, E.Supp. 748.
    2 of seamen, double a headland,

    Ἡρακλέας στήλας Hdt.4.42

    ; τὸ ἀκρωτήριον, τὴν ἄκρην, Id.4.43, 7.122;

    ὡς δὲ τὴν ἄκραν κάμπτοντας ἡμᾶς εἶδον Men. 15

    , cf. Aeschrio 8.3; Μαλέαν κ. Poet. ap. Str.8.6.20, D.S.13.64, etc.;

    κ. περὶ ἄκραν Ar.Ach.96

    ; κ. κόλπον wind round the bay, Hdt.7.58.
    3 abs., πάλιν κ. turn back, E.Ba. 1225, Rh. 234 (lyr.); ἐγγὺς τῶν ἐμῶν κάμπτεις φρενῶν ( κάμπτῃ codd.) thou comest near my meaning, Id.IT 815.
    III in Music, κάμπτων με καὶ στρέφων ὅλην διέφθορεν (sc. Phrynis) with his turns and twists, Pherecr.145.15;

    κ. καμπήν Ar.Nu. 969

    ;

    κ. ᾠδάς Philostr.VA4.39

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάμπτω

  • 6 τελευτή

    τελευτ-ή, , ([etym.] τελέω)
    A completion, accomplishment, τελευτὴν ποιῆσαι [γάμου] accomplish, Od.1.249, 16.126;

    κραίνειν τελευτὰν γάμου Pi.P.9.66

    ; τ. νόστου ib.1.35;

    οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τ. τῇδέ γ' ὁδῷ κρανέεσθαι Il.9.625

    .
    2 event, issue,

    δεῖξεν πᾶσαν τ. πράγματος Pi.O.13.75

    , cf. Thgn.1075; γάμου πικραὶ τ. A.Ag. 745 (lyr.);

    τ. πρευμενεῖς κτίσαι Id.Supp. 138

    (lyr.);

    θεσφάτων Id.Pers. 740

    (troch.);

    κακοῦ θυμοῦ τ... κακὴ προσγίγνεται S.OC 1198

    .
    3 termination, end, οὐδέ τις ἦν ἔριδος λύσις οὐδὲ τ. Hes.Th. 637;

    μή μ' ἀποσβεσθὲν λάθῃ πρὸς τῇ τ. τῆς ὁδοῦ Ar.Lys. 294

    (lyr.);

    ἡ τ. τοῦ πολέμου Th.1.13

    ;

    καλλίστην τελευτὴν ἐπιτιθέντες κινδύνοις Lys.2.47

    ;

    τελευτὴν ἔχειν Pl.Lg. 782a

    .
    4 esp. βιότοιο τ. Il.7.104, 16.787;

    βίου Hdt.1.30

    , 31, cf. And.4.24;

    τ. τοῦ βίου τελεῖν S.Tr.79

    ;

    ἐπὶ τελευτῇ τοῦ βίου Pl.Grg. 516a

    .
    b freq. without βίου, the end of life, death, Pi.O.5.22, Pl.Phd. 118, etc.;

    τ. ὑστάτη S.Tr. 1256

    ; τελευτῆς λαχεῖν, τυχεῖν, Th.2.44, X.HG4.4.6;

    τ. δοῦναι Id.Cyr.8.7.3

    ; periphr., θανάτοιο τ. the end that is death, Hes.Sc. 357, cf.

    τέλος 1.4

    ;

    τῆς γηραιοῦ τ. προαποθνῄσκειν Antipho 4.1.2

    .
    5 with Preps., in adv. sense,

    ἐς τελευτήν

    at the end, at last,

    h.Hom.7.29

    , Hes.Op. 333, Thgn.201, S.OC 1223 (lyr.);

    ἐπὶ τελευτῆς Pl.Phdr. 267d

    , etc.;

    ἐν τελευτᾷ Pi.O.7.26

    , A.Th. 936 (lyr.).
    II end, extremity of anything, as of limbs, Arist.PA 654b24, cf. 685a1, GA 720b18, Pl.Ti. 33b, Men. 75e.
    2 end, close of a sentence, Arist.Rh. 1420b2, etc.; of a play, Id.Po. 1450b29, cf. Demetr.Eloc. 257; of a word, J.AJ 1.6.1.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελευτή

  • 7 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 8 ἔχω

    ἔχω (Hom.+) impf. εἶχον, 1 pl. εἴχαμεν and 3 pl. εἶχαν (both as vv.ll.; Mlt-H. 194; B-D-F §82) Mk 8:7; Rv 9:8 or εἴχοσαν (B-D-F §84, 2; Mlt-H. 194; Kühner-Bl. II p. 55) J 15:22, 24; 2 aor. ἔσχον; mixed aor. forms include ἔσχαν Hv 3, 5, 1, ἔσχοσαν 1 Esdr 6:5; 1 Macc 10:15 (ἔσχον, εἴχον vv.ll.); pf. ἔσχηκα; plpf. ἐσχήκειν.—In the following divisions: act. trans. 1–9; act. intr. 10; mid. 11.
    to possess or contain, have, own (Hom.+)
    to possess someth. that is under one’s control
    α. own, possess (s. esp. TestJob 9f) κτήματα πολλά own much property Mt 19:22; Mk 10:22. πρόβατα Lk 15:4; J 10:16. θησαυρόν Mt 19:21; Mk 10:21b. βίον living Lk 21:4; 1J 3:17. δραχμὰς δέκα Lk 15:8. πλοῖα Rv 18:19. κληρονομίαν Eph 5:5. θυσιαστήριον Hb 13:10a; μέρος ἔ. ἔν τινι have a share in someth. Rv 20:6. Gener. μηδὲν ἔ. own nothing (SibOr 3, 244) 2 Cor 6:10. ὅσα ἔχεις Mk 10:21; cp. 12:44; Mt 13:44, 46; 18:25. τί ἔχεις ὸ̔ οὐκ ἔλαβες; what do you have that you have not been given? 1 Cor 4:7. The obj. acc. is often used w. an adj. or ptc.: ἔ. ἅπαντα κοινά have everything in common Ac 2:44 (cp. Jos., Ant. 15, 18). ἔ. πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα have many good things stored up Lk 12:19.—Hb 12:1. Abs. ἔ. have (anything) (Soph.et al.; Sir 13:5; 14:11) Mt 13:12a; Mk 4:25a; Lk 8:18a. ἐκ τοῦ ἔχειν in accordance w. what you have 2 Cor 8:11. ἔ. εἰς ἀπαρτισμόν have (enough) to complete Lk 14:28. W. neg. ἔ. have nothing Mt 13:12b; Mk 4:25b; Lk 8:18b.—ὁ ἔχων the one who has, who is well off (Soph., Aj. 157; Eur., Alc. 57; X., An. 7, 3, 28; Ar. 15:7). πᾶς ὁ ἔχων everyone who has (anything) Mt 25:29a; Lk 19:26a. ὁ μὴ ἔχων the one who has nothing (X., An. 7, 3, 28; 1 Esdr 9:51, 54; 2 Esdr 18:10) Mt 25:29b; Lk 19:26b; 1 Cor 11:22.
    β. have = hold in one’s charge or keeping ἔ. τὰς κλεῖς hold the keys Rv 1:18; cp. 3:7. τὸ γλωσσόκομον the money-box J 12:6; 13:29.
    to contain someth. have, possess, of the whole in relation to its parts
    α. of living beings, of parts of the body in men and animals μέλη Ro 12:4a; cp. 1 Cor 12:12. σάρκα καὶ ὀστέα Lk 24:39 (Just., A I, 66, 2 καὶ σάρκα καὶ αἷμα) ἀκροβυστίαν Ac 11:3. οὖς Rv 2:7, 11. ὦτα Mt 11:15; Mk 7:16; Lk 8:8. χεῖρας, πόδας, ὀφθαλμούς Mt 18:8f; Mk 9:43, 45, 47. Of animals and animal-like beings ἔ. πρόσωπον Rv 4:7. πτέρυγας vs. 8. κέρατα 5:6. ψυχάς 8:9. τρίχας 9:8. κεφαλάς 12:3 (TestAbr B 14 p. 118, 19 [Stone p. 84]) al. ἔχοντες ὑγιῆ τὴν σάρκα AcPlCor 2:32 (Just., D. 48, 3 σάρκα ἔχων). Of plants (TestAbr B 3 p. 107, 6 [Stone p. 62] εὗρον δένδρον … ἔχον κλάδους) ῥίζαν ἔ. Mt 13:6; Mk 4:6.
    β. of inanimate things: of cities τ. θεμελίους ἔ. Hb 11:10; cp. Rv 21:14. Of a head-covering χαρακτῆρα ἔχει βασιλικόν has a royal emblem GJs 2:2.
    to have at hand, have at one’s disposal have ἄρτους Mt 14:17; cp. 15:34; J 21:5, where the sense is prob. ‘Did you catch any fish for breakfast?’. οὐκ ἔχω ὸ̔ παραθήσω αὐτῷ I have nothing to set before him Lk 11:6. μὴ ἐχόντων τί φάγωσι since they had nothing to eat Mk 8:1; cp. Mt 15:32 (Soph., Oed. Col. 316 οὐκ ἔχω τί φῶ). οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω I have no place to store Lk 12:17. ἄντλημα a bucket J 4:11a. οἰκίας ἔ. have houses (at one’s disposal) 1 Cor 11:22. Of pers.: have (at one’s disposal) (PAmh 92, 18 οὐχ ἕξω κοινωνόν and oft. in pap) Moses and the prophets Lk 16:29. παράκλητον an advocate, a helper 1J 2:1. οὐδένα ἔ. ἰσόψυχον Phil 2:20. ἄνθρωπον οὐκ ἔ. J 5:7.
    to have within oneself have σύλλημα ἔχει ἐκ πνεύματος ἁγίου she has something conceived through the Holy Spirit GJs 18:1. Var. constr. w. ἐν: of women ἐν γαστρὶ ἔ. be pregnant (γαστήρ 2) Mt 1:18, 23 (Is 7:14); 24:19; Mk 13:17; Lk 21:23; 1 Th 5:3; Rv 12:2. ἔ. τινὰ ἐν τῇ καρδίᾳ have someone in one’s heart Phil 1:7 (Ovid, Metam. 2, 641 aliquem clausum pectore habere). ἔ. τι ἐν ἑαυτῷ (Jos., Ant. 8, 171; cp. TestAbr A 3 p. 80, 14 [Stone p. 8] ἔκρυψεν τὸ μυστήριον, μόνος ἔχων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ): ζωήν J 5:26. τὴν μαρτυρίαν 1J 5:10; τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου have a sentence of death within oneself 2 Cor 1:9.
    to have with oneself or in one’s company have μεθʼ ἑαυτοῦ (X., Cyr. 1, 4, 17) τινά someone Mt 15:30; 26:11; Mk 2:19; 14:7; J 12:8; AcPl Ha 8, 35; σὺν αὐτῷ 4:18.—The ptc. w. acc. = with (Diod S 12, 78, 1 ἔχων δύναμιν with a [military] force; 18, 61, 1 ὁ θρόνος ἔχων τὸ διάδημα the throne with the diadem; JosAs 27:8 ἔχοντες ἐσπασμένας τὰς ῥομφαίας ‘with their swords drawn’) ἀνέβησαν ἔχοντες αὐτόν they went up with him Lk 2:42 D.
    to stand in a close relationship to someone, have, have as
    of relatives πατέρα ἔ. J 8:41. ἀδελφούς Lk 16:28. ἄνδρα (Aristot., Cat. 15b, 27f λεγόμεθα δὲ καὶ γυναῖκα ἔχειν καὶ ἡ γυνὴ ἄνδρα; Tob 3:8 BA) be married (of the woman) J 4:17f; 1 Cor 7:2b, 13; Gal 4:27 (Is 54:1). γυναῖκα of the man (cp. Lucian, Tox. 45; SIG 1160 γυναικὸς Αἴ., τῆς νῦν ἔχει; PGM 13, 320; 1 Esdr 9:12, 18; Just., D. 141, 4 πολλὰς ἔσχον γυναίκας. As early as Od. 11, 603 Heracles ἔχει Ἥβην) 1 Cor 7:2a, 12, 29 (for the wordplay cp. Heliod. 1, 18, 4 in connection w. the handing over of a virgin: σὺ ἔχων οὐκ ἕξεις; Crates, 7th Ep. [p. 58, 8 Malherbe] πάντʼ ἔχοντες οὐδὲν ἔχετε). τέκνα Mt 21:28; 22:24; 1 Ti 3:4; 5:4; Tit 1:6. υἱούς (Artem. 5, 42 τὶς τρεῖς ἔχων υἱούς; cp. θυγατέρα TestAbr B 10 p. 114, 17 [Stone p.76]) Lk 15:11; Gal 4:22. σπέρμα have children Mt 22:25. W. acc. as obj. and in predicate (Ar. 8, 4 τούτους συνηγόρους ἔχοντες τῆς κακίας; 11, 3 ἔσχε μοιχὸν τὸν Ἄρην; Ath. 7, 2 ἔχομεν προφήτας μάρτυρας) ἔ. τινὰ πατέρα have someone as father Mt 3:9. ἔ. τινὰ γυναῖκα (w. γυναῖκα to be understood fr. the context) 14:4; cp. Mk 6:18; ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔ. that someone has taken his father’s wife (as his own wife: the simple ἔχειν in this sense as Plut., Cato Min. 21, 3; Appian, Bell. Civ. 3, 10 §34; Jos., C. Ap. 1, 147. Perh. an illicit relationship is meant, as Longus 4, 17; Hesychius Miles. [VI A.D.], Viri Ill. 4 JFlach [1880] ἔχω Λαί̈δα) 1 Cor 5:1 (Diod S 20, 33, 5 of a man who had illicit relations with his stepmother: ἔχειν λάθρᾳ τοῦ πατρὸς τὴν Ἀλκίαν).
    more gener. φίλον have a friend Lk 11:5. ἀσθενοῦντας have sick people Lk 4:40 and χήρας widows 1 Ti 5:16 to care for; παιδαγωγοὺς ἔ. 1 Cor 4:15. δοῦλον Lk 17:7. οἰκονόμον 16:1; κύριον ἔ. have a master, i.e. be under a master’s control Col 4:1; δεσπότην ἔ. 1 Ti 6:2; βασιλέα J 19:15. ἀρχιερέα Hb 4:14; 8:1. ποιμένα Mt 9:36. ἔχων ὑπʼ ἐμαυτὸν στρατιώτας I have soldiers under me Lk 7:8. W. direct obj. and predicate acc. ἔ. τινὰ ὑπηρέτην have someone as an assistant Ac 13:5 (Just., A I, 14, 1) ἔ. τινὰ τύπον have someone as an example Phil 3:17.—Of the relation of Christians to God and to Jesus ἔ. θεόν, τὸν πατέρα, τὸν υἱόν have God, the Father, the Son, i.e. be in communion w. them 1J 2:23; 2J 9; AcPl Ha 4, 7.—HHanse, at end of this entry.
    to take a hold on someth., have, hold (to), grip
    of holding someth. in one’s hand ἔ. τι ἐν τῇ χειρί have someth. in one’s hand (since Il. 18, 505) Rv 1:16; 6:5; 10:2; 17:4. Of holding in the hand without ἐν τῇ χειρί (Josh 6:8; JosAs 5:7) ἔ. κιθάραν 5:8. λιβανωτὸν χρυσοῦν 8:3, cp. vs. 6; 14:17 and s. ἀλάβαστρον Mt 26:7 and Mk 14:3.
    of keeping someth. safe, a mina (a laborer’s wages for about three months) in a handkerchief keep safe Lk 19:20.
    of holding fast to matters of transcendent importance, fig. τὴν μαρτυρίαν Rv 6:9; 12:17; 19:10; the secret of Christian piety 1 Ti 3:9; an example of sound teaching 2 Ti 1:13; keep (Diod S 17, 93, 1 τὴν βασιλείαν ἔχειν=keep control) Mk 6:18.
    of states of being hold, hold in its grip, seize (Hom. et al.; PGiss 65a, 4 παρακαλῶ σε κύριέ μου, εἰδότα τὴν ἔχουσάν με συμφορὰν ἀπολῦσαί μοι; Job 21:6; Is 13:8; Jos., Ant. 3, 95 δέος εἶχε τοὺς Ἑβρ.; 5, 63; Just., D. 19, 3) εἶχεν αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις trembling and amazement had seized them Mk 16:8.
    to carry/bear as accessory or part of a whole, have on, wear, of clothing, weapons, etc. (Hom. et al.; LXX; TestAbr B p. 114, 22 [Stone p. 76]) τὸ ἔνδυμα Mt 3:4; 22:12 (cp. ἔνδυσιν TestJob 25:7). κατὰ κεφαλῆς ἔχων w. τὶ to be supplied while he wears (a covering) on his head 1 Cor 11:4. ἔ. θώρακας Rv 9:9, 17. ἔ. μάχαιραν wear a sword (Jos., Ant. 6, 190) J 18:10. Sim. of trees ἔ. φύλλα have leaves Mk 11:13 (ApcSed. 8:8).
    be in a position to do someth., can, be able, ἔ. w. inf. foll. (Hom. et al.; cp. Eur., Hec. 761; Hdt. 1, 49; Pla., Phd. p. 76d; Demosth., Ep. 2, 22; Theocr. 10, 37 τὸν τρόπον οὐκ ἔχω εἰπεῖν=I cannot specify the manner; Lucian, Dial. Mort. 21, 2, Hermot. 55; Epict. 1, 9, 32; 2, 2, 24 al.; Ael. Aristid. 51, 50 K.=27 p. 546 D.: οὐκ ἔχω λέγειν; PPetr II, 12, 1, 16; PAmh 131, 15; Pr 3:27; ApcEsdr 2:24; 3:7; 6:5; TestAbr A 8, p. 86, 13 [Stone p. 20]; Jos., Ant. 1, 338; 2, 58; Just., A I, 19, 5, D. 4, 6 οὐκ ἔχω εἰπεῖν) ἔ. ἀποδοῦναι be able to pay Mt 18:25a; Lk 7:42; 14:14. μὴ ἔ. περισσότερον τι ποιῆσαι be in a position to do nothing more 12:4. οὐδὲν ἔ. ἀντειπεῖν be able to make a reply Ac 4:14; cp. Tit 2:8. ἔ. κατηγορεῖν αὐτοῦ J 8:6 (cp. 9a below, end). ἀσφαλές τι γράψαι οὐκ ἔχω I have nothing definite to write Ac 25:26a; cp. 26b. ἔ. μεταδιδόναι Eph 4:28a. ἔ. τὴν τούτων μνήμην ποιεῖσθαι be able to recall these things to mind 2 Pt 1:15. κατʼ οὐδενὸς εἶχεν μείζονος ὀμόσαι he could swear by no one greater Hb 6:13. In the same sense without the actual addition of the inf., which is automatically supplied fr. context (X., An. 2, 1, 9) ὸ̔ ἔσχεν (i.e. ποιῆσαι) ἐποίησεν she has done what she could Mk 14:8.
    to have an opinion about someth., consider, look upon, view w. acc. as obj. and predicate acc. (POxy 292, 6 [c. 25 A.D.] ἔχειν αὐτὸν συνεσταμένον=look upon him as recommended; 787 [16 A.D.]; PGiss 71, 4; Job 30:9; Ps.-Clem., Hom. 16, 19; Ath. 32, 3 τοὺς μὲν υἱοὺς … νοοῦμεν, τοὺς δὲ ἀδελφούς ἔχομεν) ἔχε με παρῃτημένον consider me excused (= don’t expect me to come) Lk 14:18b, 19 (cp. Martial 2, 79 excusatum habeas me). τινὰ ἔντιμον ἔ. hold someone in honor Phil 2:29. ἔ. τινὰ ὡς προφήτην consider someone a prophet Mt 14:5; 21:26, 46 v.l. (cp. GNicod 5 [=Acta Pilati B 5 p. 297 Tdf.] ἔχειν [Jannes and Jambres] ὡς θεούς; Just., D. 47, 5 τὸν μετανοοῦντα … ὡς δίκαιον καὶ ἀναμάρτητον ἔχει). ἔ. τινὰ εἰς προφήτην consider someone a prophet Mt 21:46 (cp. Duris [III B.C.]: 76 Fgm. 21 Jac. ὸ̔ν εἰς θεοὺς ἔχουσιν). εἶχον τ. Ἰωάννην ὄντως ὅτι προφήτης ἦν they thought that John was really a prophet Mk 11:32.
    to experience someth., have (freq. in auxiliary capacity CTurner, JTS 28, 1927, 357–60)
    of all conditions of body and soul (Hom. et al.; LXX)
    α. of illness, et al. (ApcMos 6 νόσον καὶ πόνον ἔχω; Jos., C. Ap. 1, 305) ἀσθενείας have sicknesses/diseases Ac 28:9. μάστιγας physical troubles Mk 3:10. πληγὴν τῆς μαχαίρης Rv 13:14. θλῖψιν J 16:33b; 1 Cor 7:28; Rv 2:10. Esp. of possession by hostile spirits: δαιμόνιον ἔ. be possessed by an evil spirit Mt 11:18; Lk 7:33; 8:27; J 7:20; 8:48f, 52; 10:20. Βεελζεβούλ Mk 3:22. πνεῦμα ἀκάθαρτον vs. 30; 7:25; Ac 8:7. πνεῦμα δαιμονίου ἀκαθάρτου Lk 4:33. πνεῦμα πονηρόν Ac 19:13. πνεῦμα ἄλαλον Mk 9:17. πνεῦμα ἀσθενείας spirit of sickness Lk 13:11. τὸν λεγιῶνα (the evil spirit called) Legion Mk 5:15.
    β. gener. of conditions, characteristics, capabilities, emotions, inner possession: ἀγάπην ἔ. have love (cp. Diod S 3, 58, 3 φιλίαν ἔχειν; Just., D. 93, 4 φιλίαν ἢ ἀγάπην ἔχοντε) J 5:42; 13:35; 15:13; 1J 4:16; 1 Cor 13:1ff; 2 Cor 2:4; Phil 2:2; 1 Pt 4:8. ἀγνωσίαν θεοῦ fail to know God 1 Cor 15:34. ἁμαρτίαν J 9:41; 15:22a. ἀσθένειαν Hb 7:28. γνῶσιν 1 Cor 8:1, 10 (Just., A II, 13, 1; D. 28, 4). ἐλπίδα Ac 24:15; Ro 15:4; 2 Cor 3:12; 10:15; Eph 2:12; 1J 3:3 (Ath. 33, 1). ἐπιθυμίαν Phil 1:23. ἐπιποθίαν Ro 15:23b; ζῆλον ἔ. have zeal Ro 10:2. Have jealousy Js 3:14. θυμόν Rv 12:12. λύπην (ApcMos 3 p. 2, 16 Tdf.) J 16:21f; 2 Cor 2:3; Phil 2:27; μνείαν τινὸς ἔ. remember someone 1 Th 3:6. παρρησίαν Phlm 8; Hb 10:19; 1J 2:28; 3:21; 4:17; 5:14. πεποίθησιν 2 Cor 3:4; Phil 3:4. πίστιν Mt 17:20; 21:21; Mk 4:40; Ac 14:9; Ro 14:22; 1 Cor 13:2; 1 Ti 1:19 al. (Just., A I, 52, 1). προφητείαν have the gift of prophecy 1 Cor 13:2. σοφίαν (X., Mem. 2, 3, 10) Rv 17:9. συνείδησιν ἁμαρτιῶν Hb 10:2. καλὴν συνείδησιν 13:18; ἀγαθὴν ς. 1 Ti 1:19; 1 Pt 3:16; ἀπρόσκοπον ς. Ac 24:16; ὑπομονήν Rv 2:3. φόβον 1 Ti 5:20. χαράν Phlm 7. χάριν ἔ. τινί be grateful to someone Lk 17:9; 1 Ti 1:12; 2 Ti 1:3; σιγὴν ἔ. be silent Hs 9, 11, 5. ἀνάγκην ἔσχον I felt it necessary Jd 3 (HKoskenniemi, Studien zur Idee und Phraseologie des Griechischen Briefes bis 400 n. Chr. ’56, 78–87).
    γ. of advantages, benefits, or comforts that one enjoys: ἔ. τὰ αἰτήματα to have been granted the requests 1J 5:15; ἀνάπαυσιν ἔ. have rest Rv 4:8; 14:11; ἀπόλαυσιν τινος ἔ. enjoy someth. Hb 11:25. βάθος γῆς Mt 13:5b; Mk 4:5b; γῆν πολλήν Mt 13:5a; Mk 4:5a. τὴν προσέλευσιν τὴν πρὸς τὸν κύριον AcPl Ha 8, 22f; εἰρήνην Ro 5:1. ἐλευθερίαν Gal 2:4. S. ἐξουσία, ἐπαγγελία, ἔπαινος, ζωή, ἰκμάς, καιρός, καρπός, καύχημα, καύχησις, λόγος, μισθός, νοῦς, πνεῦμα, προσαγωγή, πρόφασις, τιμή, χάρις (=favor), χάρισμα.
    δ. of a sense of obligation in regard to someth.—W. dir. object have = have someth. over one, be under someth.: ἀνάγκην ἔχειν be under necessity 1 Cor 7:37a; w. inf. foll. have a need (ἀνάγκη 1) Lk 14:18; 23:16 v.l.; Hb 7:27; χρείαν ἔ. be in need abs. Eph 4:28b; τινός need someth. (Aeschyl. et al.; SIG 333, 20; 421, 35 al.; PPetr III, 42 G 9, 7 [III B.C.] ἐάν τινος χρείαν ἔχῃς; Ath. 13, 2 ποίας ἔτι χρείαν ἑκατόμβης ἔχει;) Mt 6:8; 9:12a; Mk 11:3; Lk 19:31, 34; J 13:29; 1 Cor 12:21; Hb 10:36 al.; w. inf. foll. (TestSol 13:2) Mt 3:14; 14:16; J 13:10; 1 Th 1:8; 4:9; 5:1. νόμον J 19:7. ἐπιταγήν 1 Cor 7:25. ἐντολήν (SIG 559, 9 ἔ. τὰς ἰντολάς; 1 Esdr 4:52; 2 Macc 3:13; Jos., Bell. 1, 261) Hb 7:5; 1J 2:7; 4:21; 2J 5; cp. J 14:21. διακονίαν 2 Cor 4:1. ἀγῶνα Phil 1:30; Col 2:1. πρᾶξιν Ro 12:4b. ἔγκλημα Ac 23:29. κόλασιν ApcPt Bodl. (ApcEsdr 1:22 p. 25, 17 Tdf.).
    ε. of a sense of inevitability in respect to some action.—W. inf. foll. one must (Ps.-Callisth. 2, 1, 3 καθαιρεθῆναι ἔχεις=you must be deposed; Porphyr., Against the Christians 63 Harnack [ABA 1916] παθεῖν; Gen 18:31; Jos., Ant. 19, 348 τοῦ τεθνάναι; TestSol 5:12 σίδηρα ἔχεις φορέσαι; TestAbr A 18 p. 100, 22 [Stone p. 48] τοῦ βίου τοῦτου ἀπαλλάξαι εἶχες; Just., D. 51, 2 ἔργῳ πεισθήναι ὑμῶν ἐχόντων) βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι I must undergo a baptism Lk 12:50. ἔχω σοί τι εἰπεῖν I have someth. to say to you (Lucian, Philops. 1 ἔχεις μοι εἰπεῖν. Without dat. Aelian, VH 2, 23; Jos., Ant. 16, 312) 7:40. καινόν σοι θέαμα ἔχω ἐξηγήσασθαι I have a wonderful new thing to tell you=‘I must tell you about something wonderful that I’ve just seen’ GJs 19:3. ἀπαγγεῖλαι Ac 23:17, 19; cp. vs. 18. πολλὰ γράφειν 2J 12; 3J 13.
    of temporal circumstances w. indications of time and age: πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις you are not yet fifty years old J 8:57 (cp. Jos., Ant. 1, 198). τριάκοντα κ. ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ who had been sick for 38 years 5:5 (Cyranides p. 63, 25 πολὺν χρόνον ἔχων ἐν τῇ ἀρρωστίᾳ. W. cardinal numeral TestJob 26:1 δέκα ἑπτὰ ἔτη ἔχω ἐν ταῖς πληγαῖς; POxy 1862, 17 τέσσαρες μῆνας ἔχει. Mirac. S. Georgii 44, 7 [JAufhauser 1913] ἔσχεν … ἔτη ἑπτά); cp. Mt 9:20 v.l. τέσσαρας ἡμέρας ἔ. ἐν τῷ μνημείῳ have lain in the grave for four days J 11:17 (Jos., Ant. 7, 1 αὐτοῦ δύο ἡμέρας ἔχοντος ἐν τῇ Σεκέλλᾳ). πολὺν χρόνον ἔ. be (somewhere or in a certain condition) for a long time 5:6. ἡλικίαν ἔχειν be of age (Pla., Euthyd. 32, 306d; Plut., Mor. 547a; BGU 168 τοῖς ἀτελέσι ἔχουσι τὴν ἡλικίαν) 9:21, 23. τέλος ἔχειν have an end, be at an end (Lucian, Charon 17; UPZ 81 III, 20 [II A.D.] τέλος ἔχει πάντα; Ar. 4:2 ἀρχὴν καὶ τέλος) Mk 3:26; Lk 22:37 (on the latter pass. s. τέλος 2); cp. Hb 7:3.
    as connective marker, to have or include in itself, bring about, cause w. acc. (Hom. et al.; Wsd 8:16) of ὑπομονή: ἔργον τέλειον Js 1:4. Of πίστις: ἔργα 2:17. Of φόβος: κόλασιν 1J 4:18. Of παρρησία: μεγάλην μισθαποδοσίαν Hb 10:35. Of πολυτέλεια: λύπην, χαράν Hs 1, 10. ἐσχάτην εὐλογίαν, ἥτις διαδοχὴν οὐκ ἔχει ultimate blessing, which has no successor GJs 6:2.
    special combinations
    w. prep. ἐν: τὸν θεὸν ἔ. ἐν ἐπιγνώσει acknowledge God Ro 1:28 (cp. ἐν ὀργῇ ἔ. τινά=‘be angry at someone’, Thu. 2, 18, 5; 2, 21, 3; ἐν ὀρρωδίᾳ ἔ. τ. 2, 89, 1; ἐν ἡδονῇ ἔ. τ.=‘be glad to see someone’ 3, 9, 1; ἐν εὐνοίᾳ ἔ. Demosth. 18, 167). ἐν ἑτοίμῳ ἔ. 2 Cor 10:6 (ἕτοιμος b). ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν he has no hold on me J 14:30 (Appian, Bell. Civ. 3, 32 §125 ἔχειν τι ἔν τινι=have someth. [hope of safety] in someone). κατά τινος: on 1 Cor 11:4 s. above 4. ἔ. τι κατά τινος have someth. against someone Mt 5:23; Mk 11:25; w. ὅτι foll. Rv 2:14. ἔ. κατά τινος w. sim. mng. Hm 2:2; Hs 9, 23, 2; w. ὅτι foll. Rv 2:4, 20. ἔ. τινὰ κατὰ πρόσωπον meet someone face to face Ac 25:16. μετά: ἔ. τι μετά τινος have someth. w. someone κρίματα lawsuits 1 Cor 6:7. περί: ἔ. περί τινος have (a word, a reference, an explanation) about someth. B 12:1; with adv. τελείως 10:10. πρός τινα have someth. against someone (Ps.-Callisth. 2, 21, 21 ὅσον τις ὑμῶν ἔχει πρὸς ἕτερον) Ac 24:19. ζητήματα ἔ. πρός τινα have differences w. someone (on points in question) 25:19. λόγον ἔ. πρός τινα 19:38. πρᾶγμα (=Lat. causa, ‘lawsuit’: BGU 19 I, 5; 361 II, 4) ἔ. πρός τινα (POxy 743, 19 [2 B.C.] εἰ πρὸς ἄλλους εἶχον πρᾶγμα; BGU 22:8) 1 Cor 6:1. ἵνα ἔχωσιν κατηγορίαν αὐτοῦ J 8:4 D (cp. 5 above). πρός τινα ἔ. μομφήν have a complaint against someone Col 3:13.
    τοῦτο ἔχεις ὅτι you have this (in your favor), that Rv 2:6. ἔ. ὁδόν be situated (a certain distance) away (cp. Peripl. Eryth. 37: Ὡραία ἔχουσα ὁδὸν ἡμερῶν ἑπτὰ ἀπὸ θαλάσσης) of the Mt. of Olives ὅ ἐστιν ἐγγὺς Ἰερουσαλὴμ σαββάτου ἔχον ὁδόν Ac 1:12.—ἴδε ἔχεις τὸ σόν here you have what is yours Mt 25:25. ἔχετε κουστωδίαν there you have a guard (=you can have a guard) 27:65 (cp. POxy 33 III, 4).
    to be in some state or condition, act. intr. (spatially: Ath. 25, 1 οἱ ἄγγελοι … περὶ τόν ἀέρα ἔχοντες καὶ τὴν γῆν) w. adv. (Hom. et al.; ins, pap, LXX).
    impers. it is, the situation is (Himerius, Or. 48 [=Or. 14], 10 πῶς ὑμῖν ἔχειν ταῦτα δοκεῖ; =how does this situation seem to you? Just., D. 3, 5 τὸ … ὡσαύτως ἀεὶ ἔχων) ἄλλως 1 Ti 5:25. οὕτως (Antig. Car. 20; Cebes 4, 1; POxy 294, 11 [22 A.D.] εἰ ταῦτα οὕτως ἔχει; TestSol 20:8; Jos., Ant. 15, 261; Just., D. 3:5 οὐχ οὕτως ἔχει) Ac 7:1; 12:15; 17:11; 24:9. τὸ καλῶς ἔχον what is right 1 Cl 14:2 (Michel 543, 12 [c. 200 B.C.] καλῶς ἔχον ἐστὶ τιμᾶσθαι τοὺς εὔνους ἄνδρας). τὸ νῦν ἔχον for the present Ac 24:25 (cp. Plut., Mor. 749a; Lucian, Anachars. 40, Catapl. 13 τὸ δὲ νῦν ἔχον μὴ διάτριβε; Tob 7:11).
    pers. be (in a certain way) πῶς ἔχουσιν how they are Ac 15:36 (cp. Gen 43:27; Jos., Ant. 4, 112). ἑτοίμως ἔ. be ready, hold oneself in readiness w. inf. foll. (BGU 80, 17 [II A.D.] ἡ Σωτηρία ἑτοίμως ἔχουσα καταγράψαι; Da 3:15 LXX; Jos., Ant. 13, 6; Just., D. 50, 1) 21:13; 2 Cor 12:14; 1 Pt 4:5. Also ἐν ἑτοίμῳ ἔ. 2 Cor 10:6 (s. ἕτοιμος b end). εὖ ἔ. be well-disposed πρός τινα toward someone Hs 9, 10, 7 (cp. Demosth. 9, 63 ἥδιον ἔχειν πρός τινα; SIG 1094, 4 φιλανθρώπως ἔχει πρὸς πάντας). κακῶς ἔ. be sick (Aristoph. et al.; POxy 935, 15; Ezk 34:4) Mt 4:24; 8:16; 9:12b; 17:15 v.l. (see πάσχω 2). καλῶς ἔ. be well, healthy (Epict. 1, 11, 4; PGen 54, 8; PFlor 230, 24) Mk 16:18; ἐσχάτως ἔ. (s. ἐσχάτως) 5:23; κομψότερον ἔ. feel better (κομψῶς ἔ.: Epict. 2, 18, 14; 3, 10, 13; PParis 18; PTebt 414, 10 ἐὰν κομψῶς σχῶ) J 4:52.
    to be closely associated, in a variety of renderings, hold fast, be next to, be next, mid. (Hom. et al.) in NT only ptc.
    of proper situation or placement, esp. of inner belonging hold fast, cling to. The ‘to’ of belonging and the ‘with’ of association are expressed by the gen. (Theognis 1, 32 ἀεὶ τῶν ἀγαθῶν ἔχεο=ever hold fast to the good people; X., Oec. 6, 1; Pla., Leg. 7, 811d; Lucian, Hermot. 69 ἐλπίδος οὐ μικρᾶς ἐχόμενα λέγεις; Sallust. 14 p. 26, 24 τ. θεῶν; Philo, Agr. 101 τὰ ἀρετῆς ἐχόμενα; Jos., Ant. 10, 204 οὐδὲν ἀνθρωπίνης σοφίας ἐχόμενον, C. Ap. 1, 83 παλαιᾶς ἱστορίας ἐχόμενον; Just., A I, 68, 1 λόγου καὶ ἀληθείας ἔχεσθαι; Tat. 33, 1 μανίας ἔχεται πολλῆς; Ath., R. 48, 3 λόγῳ … ἀληθείας ἐχομένῳ) τὰ ἐχόμενα σωτηρίας things that belong to salvation Hb 6:9.
    of proximity
    α. spatial, to be next to someth: ἐχόμενος neighboring (Isocr. 4, 96 νῆσος; Hdt. 1, 134 al. οἱ ἐχόμενοι=‘the neighbors’; Diod S 5, 15, 1; Appian, Bell. Civ. 2, 71 §294; Arrian, Peripl. 7, 2; PParis 51, 5 and oft. in pap; 1 Esdr 4:42; Jos., Ant. 6, 6 πρὸς τὰς ἐχομένας πόλεις; 11, 340) κωμοπόλεις Mk 1:38.
    β. temporal, to be next, immediately following (Thu. 6, 3, 2 τ. ἐχομένου ἔτους al.; SIG 800, 15; PRev 34, 20; PAmh 49, 4; PTebt 124, 43; LXX) τῇ ἐχομένῃ (sc. ἡμέρᾳ, as Polyb. 3, 112, 1; 5, 13, 9; 2 Macc 12:39; Jos., Ant. 6, 235; 7, 18 al.; cp. εἰς τὴν ἐχομένην [i.e. ἡμέραν] PMich 173, 16 [III B.C.]) on the next day Lk 13:33 (v.l. ἐρχομένῃ); Ac 20:15; w. ἡμέρᾳ added (PAmh 50, 17) 21:26. τῷ ἐχομένῳ σαββάτῳ 13:44 v.l. (for ἐρχομένῳ; cp. 1 Macc 4:28, where the witnesses are similarly divided).—On the whole word HHanse, ‘Gott Haben’ in d. Antike u. im frühen Christentum ’39.—B. 641; 740. EDNT. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἔχω

  • 9 βίοτος

    βῐοτος (-ου, -ῳ, -ον)
    1 life

    λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97

    λέγοντι βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.29

    ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63

    ἀπήμαντον ἄγων βίοτον O. 8.87

    ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23

    παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98

    θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος (Donaldson: βίου codd.) I. 4.5 [ ἑλίσσων βιότου πόρον codd.: βίου Tricl.) I. 8.15] ]το βιότωλτ;ιγτ; φαος[ (Wil.: βροτῷ Lodi: cf. O. 10.23) ?fr. 334a. 7.

    Lexicon to Pindar > βίοτος

  • 10 καταστροφή

    A overturning,

    θεσμίων A.Eu. 490

    (lyr., pl.).
    3 return of vibrating string to axial position, Arist.Pr. 921a17 (pl.).
    II end, close, conclusion,

    ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή A.Supp. 442

    ; κ. βίου, i.e. death, S. OC 103, cf. Plb.5.54.4, etc.;

    κ. τοῦ ζῆν Men.Pk.12

    : without βίου, Th.2.42, Epicur.Sent. 35; ποία κ. εὐδαιμονεστέρα; Arr.Epict.4.10.17; τὸ τέλος αὐτῶν τῆς κ. the event of their life's end, Plb.6.8.6;

    κ. καὶ συντέλεια τῶν γεγονότων Id.3.1.9

    ;

    κ. λαμβάνειν Id.3.47.8

    ; τὴν κ. τῆς βίβλου ποιεῖσθαι εἰς .. Id.1.13.5; in the drama, dénouement, ending, Antiph.191.19, Hero Aut.22.6, Luc.Alex.60, al., Euanth. et Donat. in CGFpp.67,69 K.: pl.,

    αἱ κ. τῶν δραμάτων Plb.3.48.8

    .
    III ruin, undoing, κ. γῆς (of a person) Men.548.8.
    IV crane, Stud.Pal.10.259.13 (pl., vi A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστροφή

  • 11 τέρμα

    A end, boundary, chiefly poet.:
    I goal round which horses and chariots had to turn at races,

    περὶ τέρμαθ' ἑλισσέμεν Il.23.309

    ; περὶ τ. βαλούσας, εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα, ib. 462, 466; τέρματα θεῖναι or σημῆναι, ib. 333, 358;

    ἔστασεν ἐν τέρμασιν ἀγῶνος Pi.P. 9.114

    ; τ. δωδεκάγναμπτον, i.e. doubled twelve times, Id.O.3.33; δρόμου τέρματα dub. l. in S.El. 686; ἐξωτέρω ἀποκάμπτειν τοῦ τ. Arist. Rh. 1409b23.
    3 metaph., issue, event, A. Ag. 781, 1177 (both lyr.).
    II generally, end, limit,

    δολιχῆς τ. κελεύθου Id.Pr. 286

    (anap.), cf. 706, 823; ποῦ τὸ τ. τῆς φυγῆς; Id.Eu. 422: pl.,

    ὁδοῦ τέρματα Thgn.1166

    ; ἐπὶ τέρμασι τοῖσι ἐκείνης (sc. τῆς Εὐρώπης) Hdt.7.54; συνάγουσι τὰ τέρματα (oftwo rivers) they contract their bounds, i.e. draw together and so contract the space between them, Id.4.52: metaph., πλούτου τέρμα a limit to wealth, Thgn. 227.
    2 end, in point of time or distance, ἐπὶ τέρμ' ἀφίκετο reached the limit, was at the end, S.Aj.48; Ἑρμῆς σφ' ἄγει.. πρὸς αὐτὸτ. Id.El. 1397 (lyr.); βιότουτ. the term or end of life, death, Simon. 85.13; τ. βίου or τοῦ βίου, A.Fr. 362, S.OT 1530 (troch.), E.Alc. 643; γήρως ἐσχάτοις πρὸς τ. Id.Andr. 1081; τ. μόχθων, πόνων, ἄθλου, A.Pr. 100 (anap.), 186 (lyr.), 259;

    Σισύφου πέτρος ἀνήνυτος, οὗ τὰ τέρματα αὖθις ἄρχει πόνων Pl.Ax. 371e

    ; ἐπὶ τέρματι at last, A.Eu. 633: also τέρμα abs., like τέλος, Ps.-Phoc.138.
    3 culmination, highest point, goal, τ. ἀέθλων prize, Pi.I.4(3).85(67);

    κακῶν E.Supp. 369

    (lyr.);

    πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av. 705

    ;

    τέρματα νίκης Archestr. Fr.34.10

    ;

    τ. τέχνης Parrhas. 2

    ; ὑγιείας ἀκόρεστον τ. the bounds of health are insatiable, A.Ag. 1002 (lyr.);

    ἀγχόνης τέρματα Id.Eu. 746

    ; θανάτου τ. E.Hipp. 140 (lyr.).
    4 highest power, supremacy, τ. Κορίνθου ἔχειν to be sovereign of Corinth, Simon.112;

    θεοὶ.. πάντων τέρμ' ἔχοντες E.Supp. 617

    (lyr.); σωτηρίας γὰρ τέρμ' ἔχεις ἡμῖν μόνη you are the arbiter.., Id.Or. 1343; τ. τῆς σωτηρίας final pledge.., S.OC 725;

    δαίμονες οἳ φιλίης τέρματ'.. ἔχετε AP12.170

    (Diosc.). (Cf. τέρμων, τέρθρον, Skt. tárati, tiráti 'cross, win through, overcome', Lat. terminus, trans, in-trare.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέρμα

  • 12 ἐπί

    ἐπί (ἐπ, ἐφ; ἔπι following noun governed, P. 5.93, P. 8.89, etc.: following verb in tmesis, O. 3.6, P. 9.124, P. 5.124 coni.: combined with
    1

    διά N. 6.48

    , I. 4.41, with

    ἐν N. 5.2

    )
    1 prep. c. acc.
    a to, towards

    νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10

    ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12

    καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἰονίαν τάμνων θάλασσαν Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν P. 3.69

    σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι P. 4.203

    ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54

    εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28

    Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11

    ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73

    ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9

    ἐπὶ δὲ στρατὸν ἄις[σε fr. 33a.

    ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.116

    ]επὶ βρέφος οὐρανίου Διὸς[ Pae. 20.9

    πορευθέντ' ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν fr. 75. 9. τότε βάλλεταὶ τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαὶ fr. 75. 16. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος ἔλασεν (v. l. Κυκλωπείων ἐπὶ προθύρων) fr. 169. 7.
    b over, across

    πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον I. 4.41

    ἁλὸς ἐπὶ

    κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100

    πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία) Πα. 7B. 49. πάντ' ἐπ οἶμον *fr. 107a. 6*. τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4.
    c in the direction of; on

    σύ τοι χε-ς θών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες in both directions, on both sides O. 13.57 πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα (μετρίως Σ.) Pae. 1.3
    d of purpose, for

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45

    πέμψε δ' Ἑρμᾶς χρυσόραπις διδύμους υἱοὺς ἐπ ἄτρυτον πόνον P. 4.178

    Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες P. 11.49

    ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5

    ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49

    2 c. gen.,
    a upon

    ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων O. 1.77

    ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι P. 4.273

    θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶνταP. 8.46

    ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1

    ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2

    λεχέων ἐπ' ἀμβρότων Pae. 6.140

    b in the days of, at the time of

    τέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας O. 7.72

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις P. 8.89

    3 c. dat.,
    a upon, at, on esp. of rivers, springs.

    πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22

    Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.70

    δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82

    ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9

    δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης ἐφ' ὁδῷ O. 10.30

    ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν O. 13.35

    [ τὰ δ' ἐπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ ἕξ (v. l. ὑπ) O. 13.106] “ μεμάντευμαι δ' ἐπὶ ΚασταλίᾳP. 4.163

    ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294

    πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93

    Ἰφιγένεἰ ἐπ' Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας P. 11.22

    ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν P. 12.2

    ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου N. 1.19

    ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπιλτ;γτ; ῥηγμῖνι πόντου N. 5.13

    ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις N. 9.9

    ἐπ' Εὐρώτα ῥεέθροις I. 5.33

    ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων; I. 7.13

    ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Pae. 6.7

    ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσωποῦ Pae. 6.134

    ]αις ἐπ Ἰσμηνίαι[ς Πα. 7C. a. 7. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebet codd. Plutarchi, non habet pap.) Θρ. 7. 10.
    b down upon with verb of movement.

    κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας P. 1.7

    ἥρως ἐπ' ἀκταῖσιν θορὼνP. 4.36

    καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12

    τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ P. 9.24

    Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71

    ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν i. e. run down beasts fr. 106. 2. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ (sc. βαίνειν) fr. 230.
    c upon, over

    δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι Παρθ. 1. 12. τὰν δ ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα (sc. ἔλαφον) *fr. 107a. 6.* [ τοῦτο δόμεν γέρας ἐπὶ Βάττου γένει (codd.: ἔπι Tric.) P. 5.124]
    d upon, in addition to

    κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων, Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ O. 7.82

    ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.84

    κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.13

    πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι

    τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο N. 6.58

    e towards, in the direction of

    ἐπί τοι Ἀκράγαντι τανύσαις αὐδάσομαι O. 2.90

    Ὀρσοτρίαινα δ' ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα θοὸν τάνυεν O. 8.49

    f in respect, consideration of

    αἰὼν πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ' ἀρεταῖς O. 2.11

    Θαλία τε ἐρασίμολπε, ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα O. 14.16

    ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36

    ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει μάλιστ ἐσλοῖσιν ἐπ ἀλλοτρίοις P. 1.84

    καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119

    τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89

    Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι P. 10.38

    ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.26

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47

    τίμαθεν ἀμφικτιόνεσσιν ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2. 45. similarly: θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται i. e. according to P. 2.49 μή τινα παρὰ ματρὶ μένειν ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι at the cost of P. 4.186 [ ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι μέγαλοι (byz.: om. codd.: ἐν add cod. V.) O. 1.113]
    g in the power of

    τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται. δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76

    h frag. ] μιᾷ δ' ἐπὶ θήκᾳ[ fr. 169. 49.
    4 fragg. “ἐπὶ π[ ] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22. ]

    τράπεζαν θεῶν ἐπ' ἀμβρ[ο Pae. 15.7

    ἐφθέγξάμαν ἔπι [ (Hermann: ἐπί codd.) fr. 177f.
    5 in tmesis. τρίτον ἔπι στέφανον βαλών (Hermann: ἐπὶ codd.) P. 11.14

    χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι O. 3.6

    ἐπὶ ἄγει O. 2.37

    ἐπὶ βαίνει O. 7.45

    ἐπὶ τεῦξαι O. 8.32

    ἐπὶ τίθησι P. 2.9

    ἐπὶ ἔκλαγξε P. 4.23

    εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (Tric.: ἐπιδόμεν intellexit Er. Schmid: ἐπὶ codd.) P. 5.124 ἐπὶ ἀγείραιςP. 9.54 δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους (v. ἐπιδικεῖν) P. 9.124

    ἐπὶ νεῦσαν I. 8.45

    ἐπὶ ἔχεαν I. 8.58

    ἐπὶ πέμπετε fr. 75. 2. ἐπὶ κεῖται Παρθ. 1. 8.

    Lexicon to Pindar > ἐπί

  • 13 ἀρχά

    ἀρχά (ἀρχά, -ᾶς, -ᾷ, -άν, -ά; -αί, -αῖς)
    a kingdom, realm τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ i. e. here on earth O. 2.58

    ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.61

    [v.

    ἀρχαῖος P. 4.106

    ]
    b beginning

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    ἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι καί νυν κελαδησόμεθα tracing the earlier origins of the Olympic festival O. 10.78 μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται ( ἀρχαί v. l.) O. 11.5 ( φόρμιγξ

    · τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, ἀγλαίας ἀρχά P. 1.2

    τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (sc. τοὺς Ἀργοναύτας) P. 4.70

    πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον ἐξ ἀρχᾶς P. 4.132

    τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.25

    Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10

    ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου)

    βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.8

    ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.20

    θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 1. με τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν εὑρόμενον σκολίου fr. 122. 14. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν sc. the initiate in the Eleusinian mysteries fr. 137. 2. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια i. e. basis fr. 205. 1. ἀρχᾶθεν: in the beginning, of old

    πρόγονοι, ἀρχᾶθεν Ἰαπετονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.55

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν I. 4.7

    Lexicon to Pindar > ἀρχά

  • 14 οἶδα

    οἶδα (οιλτ;γτ;δα), οἶσθα, οἶδεν); εἰδείην; ἴσθι, ἴστω, ἴστε); εἰδώς, -ότι, -ότες, ἰδυῖα coni.: also ᾰσᾶμι, ᾰςᾰμεν; ᾰσάντι:
    1

    ϝει- O. 2.86

    ,

    ϝι- P. 3.29

    ,

    ϝοι- N. 4.43

    ) know
    a abs./c. acc.

    εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86

    τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον O. 8.60

    ἴσθι νῦν, Ἀρχεστράτου παῖ, κελαδήσω O. 11.11

    πάντα ἰσάντι νόῳ P. 3.29

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστεP. 4.117 εἰδότι τοι ἐρέωP. 4.142

    καί τινα οἶμον ἴσαμᾰ βραχύν P. 4.248

    κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45

    ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14

    ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν

    παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.15

    ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν I. 4.35

    ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα (i. e. ὅτι ἴστε) Πα... ε]ἰδότες οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν ἵσταντι Δ. 2.. ]τ' ἴσθ ἐνειπ[ Δ. 4. b. 2. ]Ζεὺς οἶδ' Παρθ. 2. 33. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1—2. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα (Boeckh: εἰδυῖα codd.) fr. 182.
    b c. part.

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8

    μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

    ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45

    ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    c c. inf., know how to

    ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν O. 13.46

    ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν ( ἀοιδᾷ coni. Bergk) *fr. 107b. 1.*
    d c. ὅτι & ind.

    εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43

    e c. indir. quest.

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    Lexicon to Pindar > οἶδα

  • 15 τελευτά

    τελευτά (-ά, -ᾷ, -άν; -αί, -αῖς.)
    a conclusion, end

    φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22

    τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26

    ἀλλ' ἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη, καὶ τελευτὰν ἁπάντων γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    [ τελευτάν (v. l. τελετάν, cf. infra d.) fr. 131 ad Θρ. ] οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν sc. the initiate in the Eleusinian mysteries fr. 137. 2.

    ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις ἐς πλόον ἀρχομένοις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.35

    b consummation

    ὣς ἄρ' εἰπὼν ἔντυεν τερπνὰν γάμου κραίνειν τελευτάν P. 9.66

    c conclusion, outcome

    δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος O. 13.75

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά I. 7.48

    θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχάν τελευταί τε καλλίονες fr. 108a. 4.
    d fragg. ]

    μων τελευταῖς ὀαρίζε[ι Pae. 14.33

    Φερσεφόνᾳ ματρί τε χρυσοθρόνῳ θῆ[κ οισι]ν τελευτὰν ἵν' ἐς εν[ ( τέλος Σ, unde τελετὰν coni. Lobel) P.Oxy. 2622, fr. 1, 5 ad ?fr. 346c.

    Lexicon to Pindar > τελευτά

  • 16 περάω

    περάω (A), late [dialect] Ep. part.
    A

    περόων IG12(8).441.3

    ([place name] Thasos), Epigr.Gr. 1068.8 ([place name] Syria); [dialect] Ep. inf.

    περάαν Od.5.174

    : [dialect] Ion.[tense] impf. περάασκε ib. 480: [tense] fut. περάσω [ᾱ], [dialect] Ion. and [dialect] Ep.

    περήσω Il.5.646

    ; inf.

    περησέμεναι 12.200

    : [tense] aor. ἐπέρᾱσα, [dialect] Ion. and [dialect] Ep.

    ἐπέρησα, πέρησα Od.24.118

    ( ἐπέρασσα f.l. in 5.409, late opt. περάσειας [ᾰ] D.P.608); [dialect] Aeol.

    ἐπέραισα Alc. Supp.7.8

    : [tense] pf.

    πεπέρᾱκα A.Pers.65

    (lyr.), Eup.192 :— drive right through,

    λευκοὺς δ' ἐπέρησεν ὀδόντας Il.5.291

    .
    2 more freq. pass right across or through a space, traverse, freq. of water, θάλασσαν, πόντον, Od.6.272, 24.118;

    λαῖτμα θαλάσσης 5.174

    ;

    ὕδωρ Hes.Op. 738

    ; Ἀχέροντα Alc.l. c.;

    ἅλα Pi.N.3.21

    ;

    Τάναϊν Hdt.4.115

    ; πόντου φλοῖσβον, [ποταμόν], A.Pr. 792, 718;

    πέλαγος Αἰγαῖον S.Aj. 461

    ; also pass a barrier or boundary,

    πύλας Ἀΐδαο περήσει Il.5.646

    , cf. Thgn. 427; [τάφρος] ἀργαλέη περάαν hard to pass, Il.12.63, cf. 53,al.; τὰς φυλακὰς π. pass the guards, secretly or by force, Hdt.3.72;

    π. Τεύθραντος ἄστυ Μυσῶν A.Supp. 549

    (lyr.);

    γῆς ὁρίσματα E.Rh. 437

    : metaph., κίνδυνον π. pass through a danger, A.Ch. 270; π. πλοῦς accomplish them, X.Oec.21.3 (s.v.l.); π. ὅρκον, prob. go beyond, transgress the oath, A.Eu. 489 (sed leg. πορόντας).
    3 less freq. of Time, pass through, complete, τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαι an office of twelve months' duration, Pi.N.11.10;

    τοῦ βίου τέρμα S.OT 1530

    ;

    τὴν τελευταίαν ἡμέραν E.Andr. 102

    ;

    οἱ τὴν ἡλικίαν πεπερακότες X.Lac. 4.7

    .
    II intr., penetrate, pierce, of a pointed weapon, Il.21.594; of violent rain,

    οὔτ' ὄμβρος περάασκε διαμπερές Od.5.480

    , cf. 19.442; διὰ κροτάφοιο through the temples, Il.4.502; ὀστέον εἴσω into the bone, ib. 460; extend, reach to a place, οὐδαμοῖ π. X.Cyn.8.5.
    2 pass,

    δι' Ὠκεανοῖο Od.10.508

    ; διὰ (or διὲκ)

    προθύροιο h.Merc. 271

    , 158; ὡς ὁπότ' ὠκὺ νόημα διὰ στέρνοιο περήσῃ ib.43 ; ἐπὶ πόντον, ἐφ' ὑγρήν, Il.2.613, Od.4.709; διὰ πόρον across the strait, A.Pers. 501; διὰ Κυανέας ἀκτάς through the Symplegades, E.Andr. 864 (lyr.);

    διὰ ῥοάς Id.Rh. 919

    ;

    ἐπ' οἶδμα Id.IT 417

    (lyr.);

    ὑπ' οἴδμασιν S.Ant. 337

    (lyr.);

    μή σε λάθῃ.. ταύτῃ περῶν Ar.Av. 1195

    .
    3 pass to or from a place,

    εἰς Ἀΐδαο Thgn.906

    ;

    ποτὶ Φᾶσιν Pi.I.2.41

    ;

    εἰς χώραν A.Pers. 65

    (lyr.);

    ἐξ ἐνέρων Id.Pr. 572

    (lyr.); ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων, S.Ant. 386, OT 531;

    γῆς ἔξω E.Med. 272

    ;

    δόμων ἔσω Id.Or. 1572

    ; ποῖ περῶ; Id.Ph. 981 : c. acc. loci, π. Δελφούς ib. 980; μέλαθρα, δόμους, ib. 299 (lyr.), Hipp. 782.
    4 rarely of Time, διὰ γήρως π. X.Mem.2.1.31; εὐδαίμων π. live happy, Orac. ap. X.Cyr.7.2.20.
    5 pass all bounds, S.OC 155 (lyr.): c. gen., θυμοῦ π. in wrath, Id.OT 674.
    6 with instrument of motion in acc.,

    π. πόδα E.Hec.53

    .
    ------------------------------------

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περάω

  • 17 πρίν

    πρίν, Adv. and Conj.,
    A before, until.

    [πρῐν 19

    times in Hom., Il.2.344, al.; πρῑν in Il.6.81, 13.172, al.; once written [full] πρείν, Leg.Gort.7.40, but [full] πρίν IG12.60.11, 94.9, 114.46, etc.; Trag. and Com. always πρῐν ( πρίν γ' must be read in Ar.Ach. 176).]
    A Adv. of Time, before, either in the sense of sooner or in that of formerly, erst (implying duration up to a certain time):
    I of future time, with [tense] fut. Indic.,

    πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν Il.1.29

    , cf. 18.283, Od.2.198, etc.: with Subj. = [tense] fut.,

    πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα Il.24.551

    : with Opt. and κεν

    , πρίν κεν ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο Od.3.117

    , cf. 11.330, 14.155, Ar. Pax 1076, 1112: with Opt., Il. 24.800: with Imper., 9.250: with Inf. (expressing a wish), 2.413, (expressing an oath) Od.4.254.
    II of past time,
    1 formerly, once,

    πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο.., νῦν δὲ.. Il.2.112

    , v.l. in 9.19, cf. 23.827;

    πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα Od.4.724

    , cf. 3.408.
    2 formerly (up to a certain point), before, in this sense freq. with Art.,

    τὸ πρίν γ' ἐκέκαστο Il.5.54

    ;

    τὸ πρίν γε.., νῦν δὲ.. 13.105

    ;

    νῦν δὲ.. τὸ πρίν γε 16.208

    , cf. A.Pr. 443, Hdt.1.129: without Art.,

    τὰς ἐπιστήμας ἅς ποτε καὶ π. εἴχομεν Pl.Phd. 75e

    : with ellipsis of part. γενόμενος, τὰ π. πελώρια (sc. γενόμενα ) the giants of old, A.Pr. 151 (lyr.); τοῦ π. Αἰγέως Aegeus gone before, S.OC69;

    ἐν τῷ π. χρόνῳ Id.Ph. 1224

    ;

    ἐν τοῖς π. λόγοις Th.2.62

    : with part. expressed,

    τὸ π. γενόμενον τέρας Hdt.8.37

    ;

    τοὺς πρὶν φυλαττομένους Pl.R. 547c

    , etc.
    3 hitherto,

    π. μέν.. B.12.114

    ; until that time, and so meanwhile, Id.15.13.
    4 sts. folld. by gen.,

    π. ὥρας Pi.P.4.43

    ;

    π. ἀνηκέστου πάθους J.BJ1.6.1

    ;

    π. γενέσεως Thd.Su.42

    ;

    π. τῆς συνόδου S.E.M.9.371

    ;

    π. φάους Arr.An. 3.18.6

    ; π. τοῦ βλέψαι, π. τοῦ ἀποθανεῖν, S.E.P.7.162, v.l. in LXX To. 14.15; also πρὶν οὗ c. inf., SIG953.16 (Calymna, ii B.C.); c. indic., Test. ap. D.46.21.
    B Conj. before, ere: freq. following an antecedent clause with adverbial π. (chiefly in [dialect] Ep.), or its equivalents πρότερον, πρόσθεν, πάρος (poet.), esp. with negat.,

    οὐδὲ π..., π... Il.1.98

    ,7.481, Od.19.475;

    μὴ π..., π... Il.2.355

    , E.HF 605;

    π..., π... Il.2.348

    , 8.453, Od.19.586;

    οὐ πρότερον.., π... Ar.Ec. 620

    , And.4.17, D.9.61;

    μὴ πρότερον.. π... S.Ph. 199

    (anap.), Pl.Phd. 62c, Aeschin.1.10;

    πρότερον.., π... And.4.1

    , X.Cyr.5.2.9;

    οὐ πρόσθεν.., π... Od. 17.9

    , X.Cyr.1.4.23;

    μὴ πρόσθεν.., π... Id.An.1.1.10

    ;

    πρόσθε., π. τυχεῖν Pi.P.2.92

    ;

    οὐ πάρος.., π... Od.2.128

    , Il.5.219; preceded by φθάνω, 16.322, Antipho 1.29, Th.4.79, 104, 6.97, 8.12, X.An.4.1.21, Cyr.2.4.25; sts. folld. by

    ἤ, οὐ.. πρίν γ' ἀποπαύσεσθαι πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα Il.5.288

    , cf. 22.266, Hdt.1.136, 165, al.; dub. and perh. always corrupt in [dialect] Att. and X., Th.5.61, Lys.6.11, Isoc.4.19 (v.l.), Lycurg.128, Aeschin.2.132 (v.l.), X.Cyr.1.4.23, An. 4.5.1, but freq. in later Greek, LXX Ge.29.26, etc.
    I c. inf., the prevailing constr. in Hom., after positive and negative clauses alike: in [dialect] Att. mostly after positive clauses, and always used with them when the action does not or is not to take place: the tense is,
    I regularly [tense] aor.,
    a after a positive clause,

    ναῖε δὲ Πήδαιον, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν Il.13.172

    , cf. 8.453, 16.322, Od.1.210;

    Ζεὺς ὀλέσειε βίην, πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι 4.668

    , cf. Il.6.465, 24.245, Pi.P.2.92.3.9, N.8.19, Hdt.6.119, A.Pers. 712, Ag. 1539 (anap.). S.Ant. 120 (lyr.), Tr. 396, E.Alc. 281, Ar.Eq. 258, al., Antipho 5.67, Th.1.125, X.An.4.1.7, Pl.Prt. 350b, al.; after negat. questions which expect a posit. answer, E.Andr. 1069, Ion 524, Rh. 684, Ar.Ra. 481, etc.
    b after a negat. clause,

    οὐδ' ὅ γε πρὶν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει, πρίν γ' ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην Il.1.98

    , cf. 19.423, Od.2.128, 4.747 : after Hom. a negat. antecedent is commonly folld. by πρίν with finite Verb (v. infr. 11); but Inf. is found where π. precedes,

    π. ἰδεῖν δ', οὐδεὶς μάντις S.Aj. 1419

    (anap.);

    π. μὲν γὰρ κριθῆναι, οὐ ῥᾴδιον ἦν εἰδέναι τὰς αἰτίας And.4.8

    ;

    π. νικῆσαι.., οὐκ ἦν.. Lys.19.28

    ;

    π. δὲ ταῦτα πρᾶξαι, μὴ σκοπεῖτε D.3.12

    , cf. Lycurg. 135; also,

    οὔτε.. π. ἱδρῶσαι δεῖπνον ᾑρεῖτο X.Cyr.8.1.38

    ; also after Verbs of fearing (the positive being the thing dreaded),

    ὅταν.. δεδίωσι μὴ πρότερόν τι μάθῃς, π. τέλος ἐπιθεῖναι τοῖς πραττομένοις Isoc.5.70

    , cf. E.Fr.453.6, S.Tr. 632; in unfulfilled conditions and wishes,

    οὔθ' ὁ Πλούτωνος κύων οὔθ' οὑπὶ κώπῃ ψυχοπομπὸς ἂν Χάρων ἔσχον π. εἰς φῶς σὸν καταστῆσαι βίον E.Alc. 362

    , cf. Rh.61; otherwise not common,

    ὤφθην οὐδεπώποτε π. ταύτην τὴν συμφορὰν γενέσθαι Lys.19.55

    ;

    οὐδὲ παύσεται χόλου.., π. κατασκῆψαί τινα E.Med.94

    , cf. HF 605;

    καί μοι μὴ θορυβήσῃ μηδεὶς π. ἀκοῦσαι D.5.15

    , cf. X.Oec.4.24: after neg. opt. with ἄν, οὕτω γένοιτ' ἂν οὐδ' ἂν ἔκβασις στρατοῦ καλή, π. ὅρμῳ ναῦν θρασυνθῆναι a.Supp.772, cf. Pl.Lg. 769e: after a past tense (in orat. obliq.),

    ὤμοσαν μὴ π. ἐς Φώκαιαν ἥξειν, π. ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφανῆναι Hdt.1.165

    , cf. 4.9, Th. 7.50, X.HG6.5.23, Pl.Phd. 61a.
    2 also [tense] pres., to convey a special sense of continuance, effort, or the like , 'before undertaking to', 'before proceeding to',

    π. ἐξοπλίζειν Ἄρη A.Supp. 702

    (lyr.), cf. Ag. 1067;

    π. νυν τὰ πλείον' ἱστορεῖν.., ἔξελθε S.OC36

    , cf. El.20;

    π. κλαίειν τινά E.Andr. 577

    , cf. Or. 1095;

    π. λέγειν Ar.Th. 380

    , cf. Ach. 383, Hdt. 8.3, And.4.1, Th.3.24, Pl.Lg. 666a, X.Cyr.2.4.25, Mem.1.2.40, etc.
    3 also [tense] perf., after a [tense] fut.,

    π. τόδ' ἐξηντληκέναι E.Med.79

    ; after [tense] pres. or [tense] impf., Id.El. 1069, cf. Hdt.3.25;

    π..., τί μέλλετ'.. ; E.Ph. 1145

    ;

    π. καὶ τεθύσθαι Ar.Av. 1034

    , cf. V. 1156, Pax 375, Lys. 322 (lyr.), Ra. 1185, X. An.4.1.21, Pl.Tht. 164c, Prt. 320a, etc.; with ἥκειν in [tense] pf. sense, Hdt.6.116;

    οὐ βουλόμενος διαγωνίσασθαι π. οἱ τοὺς βοηθοὺς ἥκειν Th.5.10

    .
    II with a finite Verb:
    1 with Ind., chiefly [tense] aor.: not in Hom. (first in h.Ap. 357), who uses Ind. only with πρίν γ' ὅτε, πρίν γ' ὅτε δή, after both posit. and neg. clauses,

    ἠλώμην.., πρίν γ' ὅτε.. ἤγαγες Od.13.322

    ;

    πρίν γ' ὅτε δή με.. κάλεσσεν 23.43

    , cf. Il.12.437;

    οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν.., πρίν γ' ὅτε δὴ θανάτοιο.. νέφος ἀμφεκάλυψεν Od.4.180

    : rarely with [tense] impf., οὐδ' ὧς τοῦ θυμὸν.. ἔπειθον, πρίν γ' ὅτε δὴ θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο ( began to be hit) Il.9.588: freq. after Hom., with [tense] aor.,
    a after neg. clauses: of a fact in the past,

    οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδὲν.., πρίν γ' ἐγώ σφισιν ἔδειξα A.Pr. 481

    ;

    οὐ πρότερον ἀπανέστη.. Μαρδόνιος, πρὶν ἤ σφεας ὑποχειρίους ἐποιήσατο Hdt.6.45

    ; ἀλλ' οὐδ' ὣς.. ἠξίωσαν νεώτερόν τι ποιεῖν ἐς αὐτο'ν.., πρίν γε δὴ αὐτοῖς.. μηνυτὴς γίγνεται (histor. [tense] pres. = [tense] aor.) Th.1.132, cf. 3.101, 5.61, Hdt.6.79, Ar.Av. 700, X.Cyr.1.4.23,4.5.13 (histor. [tense] pres.), HG5.4.58, etc.; once in Pl., Phdr. 266a; as part of an unfulfilled condition,

    οὐκ ἂν κατέσχε δῆμον οὐδ' ἐπαύσατο π. ἀνταράξας πῖαρ ἐξεῖλεν γάλα Sol.

    ap. Arist.Ath.12.5;

    οὐκ ἂν ἐσκεψάμεθα πρότερον.., πρὶν ἐζητήσαμεν Pl.Men. 86d

    , cf. Tht. 165e;

    χρῆν τοίνυν Αεπτίνην μὴ πρότερον τιθέναι τὸν ἑαυτοῦ νόμον, πρὶν τοῦτον ἔλυσε γραψάμενος D.20.96

    ; after verbs implying a neg.,

    ἀμφιγνοεῖν X.An.2.5.33

    ,

    θαυμάζειν Th.1.51

    ,

    λανθάνειν Id.3.29

    ; also with [tense] impf.,

    οὔπω ᾔδει.. π. ἐν τῷ κακῷ ἦν Antipho 1.19

    , cf. And.4.17, D.9.61.
    b after posit. clauses (both combined, A.Pr. 481, Th.1.118), with the sense until,

    ἠγόμην δ' ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος.., πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη S.OT 776

    ; σπουδαὶ δὲ λόγων ἦσαν ἴσαι πως, πρὶν.. πείθει (histor. [tense] pres.) E. Hec. 131 (anap.);

    πρίν γ' ὁρᾷ Id.Med. 1173

    ; freq. folld. by

    δή, π. δή τις ἐφθέγξατο Id.Andr. 1147

    ; τὰ περὶ τοὺς ἀγῶνας κατελύθη (neg. idea)

    ὑπὸ ξυμφορῶν, πρὶν δὴ οἱ Ἀθηναῖοι τότε τὸν ἀγῶνα ἐποίησαν Th.3.104

    , cf.7.39 (histor. [tense] pres.), 71.
    2 with Subj. only after negs. or equiv. of neg., = ἕως or ἢν μή (in Isoc.4.173 ἢν μή and πρὶν ἄν are used almost as synonyms);

    οὐ καταδυσόμεθ', ἀχνύμενοί περ.., πρὶν μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ Od.10.175

    ;

    μή πω καταδύσεο.., πρίν γ' ἐμὲ.. ἴδηαι Il.18.135

    , cf. 190, 24.781;

    ἀλλ' ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι, πρίν γ' ὅτ' ἂν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται Od.2.374

    , cf. 4.477: in Prose usu. πρὶν ἄν (

    πρίν κα Berl.Sitzb.1927.161

    ([place name] Cyrene)), rarely π. alone, as also πρὶν ἤ:
    a generally with [tense] aor., to express an action preceding the action of the anteced. clause, the Verb in which is [tense] fut. (or some equiv. of the [tense] fut.) or imper.,

    οὐ γαμέεται παρθένος οὐδεμία, πρὶν ἂν τῶν πολεμίων ἄνδρα ἀποκτείνῃ Hdt.4.117

    , cf. 1.82 (v.l.), 3.109 (v.l.); νῦν δ' οὐδέν ἐστι τέρμα μοι προκείμενον μόχθων (the sense here is [tense] fut.),

    πρὶν ἂν Ζεὺς ἐκπέσῃ τυραννίδος A.Pr. 756

    , cf. 166 (lyr.), 177 (anap.);

    οὐ γάρ ποτ' ἔξει τῆσδε τῆς χώρας, πρὶν ἂν.. στήσῃς ἄγων S.OC 909

    , cf. 48, 1041, OT 1529, etc.;

    οὐκ ἂν ἐκμάθοις.., πρὶν ἂν θάνῃ τις Id.Tr.2

    ;

    οὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, πρὶν ἄν σε.. ἔξω βάλω E.Med. 276

    , cf. 680, Alc. 1145, IA 324, IT19, 1302;

    μὴ προκαταγίγνωσκε.., π. ἄν γ' ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ar.V. 920

    , cf. Ach. 176, 230, X.Hier.6.13, Cyr.1.2.8, An.1. 1.10, 5.7.12, Pl.Phdr. 228c, La. 187e (ἂν added in later codd.), etc.;

    μηδέν' ὀλβίζειν π. ἀ'ν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ S.OT 1529

    (troch.);

    οὐχὶ μὴ παύσησθε, π. ἄν.. ὑμᾶς τις ἐκτραχηλίσῃ Ar.Lys. 704

    : π. without

    ἄν, μὴ στέναζε, π. μάθῃς S.Ph. 917

    , cf. Ant. 619 (lyr.), Aj. 742, 965, Tr. 608, 946;

    οὐκ ἔστιν ὅστις αὐτὸν ἐξαιρήσεται.., π. γυναῖκ' ἐμοὶ μεθῇ E.Alc. 849

    , cf. Or. 1218, 1357 (lyr.);

    π. χαρίσωνται Ar.Ec. 629

    (s.v.l.);

    οὐ γὰρ δή σφεας ἀπίει τῆς ἀποικίης, πρὶν δὴ ἀπίκωνται Hdt.4.157

    ;

    π. διαγνῶσι Th.6.29

    ; π... βεβαιωσώμεθα ib.10 (dub.l.);

    πρὶν ἀνάγκην τινὰ θεὸς ἐπιπέμψῃ Pl.Phd. 62c

    codd.;

    π. ἐξετάσωσιν Hyp.Eux.4

    : πρὶν ἤ (never with ἄν)

    , π. ἢ ἀνορθώσωσι Hdt.1.19

    , cf. 136, Pl.Ti. 57b, etc.: with neg. implied,

    ὁ δὲ ἀδικέει ἀναπειθόμενος π. ἢ ἀτρεκέως ἐκμάθῃ Hdt.7.10

    .

    ή; αἰσχρὸν ἡγοῦμαι πρότερον παύσασθαι, π. ἂν.. ψηφίσησθε Lys. 22.4

    ;

    ὅστις οὖν οἴεται τοὺς ἄλλους πράξειν τι.., π. ἂν.. διαλλάξῃ, λίαν ἁπλῶς ἔχει Isoc.4.16

    (where ὅστις οὖν οἴεται = οὐ δεῖ οὔεσθαι, as is shown by ἀλλὰ δεῖ in the next sentence, cf. D.38.24).
    b less freq. (never in Hom.) with [tense] pres. subj.: μήπω π. ἂν τῶν ἡμετέρων ἀΐῃς (the Verb has no [tense] aor.)

    μύθων S.Ph. 1409

    (anap.);

    ὁ νομοθέτης τὰ διδασκαλεῖα ἀνοίγειν ἀπαγορεύει μὴ πρότερον π. ἂν ὁ ἥλιος ἀνίσχῃ Aeschin.1.10

    , cf. Antipho 1.29, X.Cyr.2.2.8, Pl.Phdr. 271c.
    3 πρίν with Opt.:
    a representing subj. after histor. tenses,

    οὐκ ἔθελεν φεύγειν π. πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος Il.21.580

    ; πρίν γ' ὅτε, as with subj., 9.488;

    ἔδοξέ μοι μὴ σῖγα π. φράσαιμί σοι τὸν πλοῦν ποεῖσθαι S. Ph. 551

    , cf. Th.3.22, X.Cyr.1.4.14, HG6.5.19 (cf. 2.4.18), An.1.2.2, Pl.Ap. 36c, etc.
    b by assimilation,

    ὄλοιο μήπω π. μάθοιμι S.Ph. 961

    , cf. Tr. 657 (lyr.); οὐδὲ γὰρ εἰδείης (potential opt.)..

    π. πειρηθείης Thgn.126

    ; after opt. with

    ἄν, οὐκ ἂν πρότερον ὁρμήσειε π. βεβαιώσαιτο Pl.Lg. 799d

    , cf. S.OT 505 (lyr.).
    4 π. ἄν c. opt. is doubtful, and (if not corrupt) due to the change required by orat. obl.,

    ἀπαγορευόντων τῶν φίλων τῶν ἐμῶν μὴ ἀποκτείνειν τὸν ἄνδρα, πρὶν ἄν ἐγὼ ἔλθοιμι Antipho 5.34

    (s.v.l.), cf. X.HG2.3.48, 2.4.18.
    5 without a Verb, πρὶν ὥρη (sc. γένηται) Od.15.394.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρίν

  • 18 πρότερος

    πρότερος and [full] πρῶτος, [comp] Comp. and [comp] Sup. formed from πρό, opp. ὕστερος, ὕστατος.
    A [comp] Comp. [full] πρότερος, α, ον,
    I of Place, before, in front, π. πόδες the fore-feet, Od.19.228; π. ἵπποι horses in front, B.5.43:— but mostly,
    II of Time, former, earlier,

    ἄνδρες Il.21.405

    ;

    ἄνθρωποι 5.637

    , 23.332; οἱ π. men of former times, 4.308 (rarely without Art., A.Ag. 1338 (anap.), etc.);

    οὗτος δὲ προτέρης γενεῆς π. τ' ἀνθρώπων Il.23.790

    : also, older, opp. ὁπλότερος, 2.707, etc.; γενεῇ π. 15.182; but παῖδες π. children by the first or a former marriage, Od.15.22;

    παῖδες ἐκ τῆς π. γυναικός Hdt.7.2

    ; τῇ προτέρῃ (sc. ἡμέρᾳ) on the day before, Od.16.50; ἠοῖ τῇ π. Il.13.794 (in Prose more freq. τῇ προτεραίᾳ, cf. προτεραῖος); τοῦ π. ἐνιαυτοῦ the year before, IG12.352.11; τοῖς π. Παναθηναίοις the preceding P., ib.57.8; τὰ π. what has preceded, Plot.3.2.8:—freq. used predicatively, sts. where we should expect the Adv. (which is never used by Hom.),

    ὅ με π. κάκ' ἔοργε Il.

    3.351, cf. 16.569, Hes.Op. 708, etc.;

    σπονδὰς οὐ λύσετε πρότεροι Th.1.123

    ; οἱ π. ἐπιόντες ibid.;

    τοῖς π. μετὰ Κύρου ἀναβᾶσι X.An.1.4.12

    , cf. IG22.1.7;

    εἰ μὴ π. ἑωράκη αὐτὸν ἢ ἐκεῖνος ἐμέ Pl.R. 336d

    , cf. 432c, etc.;

    ὅτι εἴη π. ὑπὸ ἐκείνων ἠδικημένος

    PCair.Zēn.

    288.9

    (iii B.C.).
    2 as regular [comp] Comp., c. gen.,

    ἐμέο πρότερος Il.10.124

    ;

    π. τούτων Hdt.1.168

    , cf. Pl.Phd. 86b, Hp.Ma. 282d;

    τὰς γυναῖκας μὴ ἀπιέναι προτέρας τῶν ἀνδρῶν IG12(5).593.19

    (Iulis, v B.C.); τῇ π. ἡμέρᾳ τῆς τροπῆς the day before.., Arist.Pol. 1316a16;

    προτέρᾳ εἰδυῶν Ὀκτωμβρίων IG7.2225.14

    (Thisbe, Senatus Consultum, ii B.C.); τῷ π. ἔτει Παναθηναίων τῶν μεγάλων ib.22.212.27;

    τῷ π. ἔτει τῆς ἥττης Plb.2.43.6

    : folld. by ἤ, τῷ προτέρῳ ἔτεϊ ἢ τὸν κρητῆρα [ἐληΐσαντο] Hdt.3.47.
    III of Rank, Worth, and generally of Precedence, superior, τῷ γένει, τῇ δυνάμει, Is.1.17, D.3.15; π. τινὸς πρός τι superior to him in.., Pl.La. 183b; π. τι ἄγειν, π. ποιήσασθαι τὰ σὰ πράγματα, Lib.Or.58.36,52.1.
    IV after Hom., neut. πρότερον freq. as Adv., before, earlier, Pi.O.13.31, Hdt.4.45, IG12.374.265, etc.; ὀλίγον π. Pl.Prt. 317e: c. gen.,

    π. φήμης A.Th. 866

    (anap.);

    ὀλίγῳ τι π. τούτων Hdt.8.95

    ; πολλοῖσι ἔτεσι π. τούτων ib.96;

    ἐνιαυτῷ π. τῆς ἁλώσεως D.9.60

    ; also πρὸ τῶν Περσικῶν δέκα ἔτεσι π. Pl.Lg. 642d, cf. Criti. 112a; τούτου π. Paus.1.1.2: most freq. folld. by

    ἤ, π. ἢ κατὰ τὴν προσδοκίαν Pl.Sph. 264b

    ; also

    μὴ π. ἀπαναστῆναι ἢ ἐξέλωσι Hdt.9.87

    , cf. 7.54, Antipho 2.1.2, Th.7.63, etc.: with inf.,

    π. ἢ βασιλεῦσαι Hdt.7.2

    , cf. Th.1.69, etc.: folld. by πρίν, Hdt.1.82; by πρὶν ἄν, ib. 140; by πρὶν ἤ with vb. in Indic., Id.6.45, 8.8, or Subj., 7.8.β (v.l. πρὶν ἂν ἢ), 9.93; also

    οὐ π. εἰ μὴ.. Plu.Lys.10

    , etc.; οὐ π. ἕως.. , or ἕως ἂν.., Lys.12.71, Ath.14.640c;

    μὴ π., ἀλλ' ὅταν.. Plb.9.13.3

    : also used with the Art., τὸ π. Pl.R. 522a, X.An.4.4.14, etc. ( τὸ π., also, for the first time, Ep. Gal.4.13): c. gen.,

    τὸ π. τῶν ἀνδρῶν τούτων Hdt.2.144

    : the Adv. is freq. put between Art. and Subst.,

    ὁ π. βασιλεύς Id.1.84

    ;

    τὰ π. ἀδικήματα Id.6.87

    ;

    αἱ π. ἁμαρτίαι Ar.Eq. 1355

    , etc.
    B [comp] Sup. [full] πρῶτος, η, ον, [dialect] Dor. [full] πρᾶτος (q.v.):
    I as Adj.,
    1 of Place, foremost,

    πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα Od.18.379

    ; ἐν πρώτοις, μετὰ πρώτοισι alone, Il.19.424, 11.64; πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ, 15.340, 17.380; τῆς πρώτης τάττειν (sc. τάξεως) Isoc. 12.180, cf. Lys.16.15, etc.; ἐν π. ῥυμῷ at the front or end of the pole, Il.6.40, 16.371; πρώτῃσι θύρῃσιν at the outermost doors, 22.66; π. ξύλον the front bench, Ar.Ach.25, Poll.4.121, etc.; οἱ π. πόδες, like πρόσθιοι, Id.1.193.
    2 of Time, στάντα πρὸς π. ἕω looking towards first dawn, S.OC 477;

    περὶ π. νύκτα Poll.1.70

    .
    3 of Order, serving as ordinal to εἷς, ἄεθλα θῆκε.. τῷ πρώτῳ· ἀτὰρ αὖ τῷ δευτέρῳ.., αὐτὰρ τῷ τριτάτῳ.., κτλ., Il.23.265, cf. 6.179; opp. ὕστατος, 2.281, 5.703, etc.; opp. τελευταῖος, A.Ag. 314; opp. τανύστατος, Od. 9.449;

    πρῶτοι πάντων ἀνθρώπων Hdt.2.2

    ;

    τὰ π. τῶν ὀνομάτων Pl.Cra. 421d

    ;

    τῇ π. τῶν ἡμερέων Hdt.7.168

    , etc.;

    π. ἄξων IG12.115.10

    ; ἐπὶ τοῦ π. [ἱερείου] first-offered, X.An.4.3.9; ἐν τοῖς π. λόγοις in the earlier books, Arist.Ph. 263a11, al.; ἐν πρώτοις among the first, Is.7.40; hence, above all, especially, Hdt.8.69, Pl.R. 522c; in [dialect] Att., ἐν τοῖς πρῶτοι (v. ,

    , τό A.

    VIII. 6):—freq. used predicatively of being the first to do something,

    Νέστωρ πρῶτος κτύπον ἄϊε Il.10.532

    ;

    πρῶτος ἀνατέλλει Eratosth.Cal.42

    ;

    εἴθε π. σοι ἐνέτυχον Luc.Tyr.21

    .
    b Philos., first in order of existence, primary,

    αἱ π. οὐσίαι Arist.Cat. 2b26

    , cf. Metaph. 1032b2; π. ὕλη, π. φιλοσοφία, ib. 1015a7, 1061b19; primitive, simple, οἰκία π., ἡ π. πόλις, Id.Pol. 1252b10, 1291a17; ἡ π. κοινωνία ib. 1257a19; ἡ π. ὀλιγαρχία ib. 1293a14; ὁ π. συλλογισμός normal, typical, Id.Rh. 1357a17; τὰ π. σώματα, μόρια,= τὰ ὁμοιομερῆ, Gal.5.673,674; πρῶτα κατὰ φύσιν, e.g. health, perception, Stoic.3.34; τὰ π. πάθη ib.92; αἱ π. ἀρεταί ib.64.
    c Math., πρῶτοι ἀριθμοί prime numbers, Euc.7 Def.11,12; but also, first numbers (= 1 to 100,000,000) in the notation of Archim., Aren.3.2.
    d πρῶτος is sts. used where we should expect

    πρότερος, Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Il.13.502

    , cf. 18.92: in late Greek folld. by gen.,

    πρῶτός μου ἦν Ev.Jo.1.15

    ,30, cf. 15.18;

    οἱ πρῶτοί μου ταῦτα ἀνιχνεύσαντες Ael.NA 8.12

    ;

    πρώτη εὕρηται ἡ περὶ τοὺς πόδας κίνησις τῆς διὰ τῶν χειρῶν Ath. 14.630c

    ;

    γεννήτορα πρῶτον μητέρος εἰς ἀΐδην πέμψει Man.1.329

    , 4.404; ἀλόχου πρῶτος before his wife, IG12(5).590.5 (vi (?) A.D.).
    4 of Rank or Dignity, μετὰ πρώτοισιν among the first men of the state, Od.6.60, etc.;

    νομίσαντες πρῶτοι ἂν εἶναι Th.6.28

    ; διαβάλλειν τοὺς π. X.An.2.6.26, cf. Arist.Pol. 1266a18;

    αἱ π. πόλεις Th. 2.8

    ;

    ὁ π. ἄρχων IG12(3).481.10

    ([place name] Thera), CIG 2837 ([place name] Aphrodisias); ὁ π. τῆς πόλεως, as a title, IG12(5).292.2 ([place name] Paros);

    ὁ π. τῆς νήσου Act.Ap.28.7

    ; τῶν π. φίλων, title at the Ptolemaic court, PTeb.31.15 (ii B.C.), etc.; τῶν π., as military title, PHib.1.110.72 (iii B.C.), PPetr.3p.23 (iii B.C.), PTeb. 815 Fr.4.23,al.(iii B.C.): c. gen.,

    ἐν πρώτοισι Μυκηναίων Il.15.643

    ;

    οἱ π. στρατοῦ S.Ph. 1305

    , cf. E.Hec. 304, etc.: c. dat. modi, ἀρετῇ π., οἱ π. καὶ χρήμασι καὶ γένει, πλούτῳ π. τῶν Ἑλλήνων, etc., S.Ph. 1425, Th.3.65, Isoc.16.31, etc.;

    π. ἐν συμφοραῖς βίου S.OT33

    .
    5 of Degree, first, highest,

    μοῖρα Id.OC 145

    (anap.), etc.
    II as Subst. in neut. pl. πρῶτα, τά,
    1 (sc. ἆθλα), first prize,

    τὰ π. λαβών Il.23.275

    ;

    τὰ π. δόρει κρατύνων S.OC 1313

    ;

    ἔχειν πρῶτα κυναγεσίας AP6.118

    (Antip.);

    τὰ π. φέρεσθαι D.C.42.57

    , etc.
    2 first part, beginning, τῆς Ἰλιάδος τὰ π. Pl.R. 392e; ἐν τοῖς π. Id.Smp. 221d;

    τὸ π. τοῦ ᾄσματος Id.Prt. 343c

    .
    3 first, highest, in degree, τὰ π. τᾶς λιμῶ ([dialect] Dor. ) the extremities of famine, Ar.Ach. 743 (nisi leg. ἄπρατα)

    ; ἐχέτωσαν τὰ π. τῆς εὐδαιμονίας Luc.Cont.10

    ;

    ἐς τὰ π. τιμᾶσθαι Th.3.39

    , cf. 56; φρενῶν ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ π. οὔκω ἀνήκω I have not yet come to the highest development of my judgment, Hdt.7.13, cf. D.C.38.22; of persons, ἐὼν τῶν Ἐρετριέων τὰ π. Hdt. 6.100; Λάμπων.. Αἰγινητέων < ἐὼν> τὰ π. Id.9.78, cf. E.Med. 917; ἐστὶν τὰ π. τῆς ἐκεῖ μοχθηρίας (of a person) Ar.Ra. 421.
    4 Philos., primary things, elements, Emp.38.1, Arist.GC 335a29;

    τὰ π. αἴτια Id.Mete. 338a20

    ; also

    τὸ π. ἐνυπάρχον ἑκάστῳ Id.Ph. 193a10

    .
    5 in Logic, the first undemonstrable propositions, on which all future conclusions rest, Id.Top. 100b18;

    τὰ π. ἀναπόδεικτα Id.APo. 71b26

    .
    III in Adverbial phrases,
    1 τὴν πρώτην (sc. ὥραν, ὁδόν) first, for the present, just now, Hdt.3.134, Ar. Th. 662, D.3.2, Arist.Metaph. 1038a35, etc.;

    τὴν πρώτην εἶναι Hdt.1.153

    .
    2 with Preps., ἀπὸ πρώτης (sc. ἀρχῆς) Antipho 5.56, Th.1.77;

    ἀπὸ τῆς π. εὐθύς Luc.Hist.Conscr.1

    ; ἐκ π. Babr.45.14;

    κατὰ πρώτας Pl.Plt. 292b

    , D.C.52.19;

    κατὰ τὴν π. εὐθύς Id.62.3

    ; παρὰ τὴν π. the first time, opp. ἐπὶ τῆς δευτέρας, Philostr.VA 1.22.
    3 freq. as Adv. in neut. sg. and pl., πρῶτον, πρῶτα,
    a first, in the first place, πρῶτόν τε καὶ ὕστατον (vulg. ὕστερον) Hes.Th. 34;

    π. μὲν.., δεύτερον αὖ.., τὸ τρίτον αὖ.. Il.6.179

    ; τί π. τοι ἔπειτα, τί δ' ὑστάτιον καταλέξω; Od.9.14;

    Κύπριδα μὲν πρῶτα.., αὐτὰρ ἔπειτ'.. Il.5.458

    ;

    οὐρῆας μὲν π. ἐπῴχετο.., αὐτὰρ ἔπειτα.. 1.50

    ;

    π. μὲν.., ἔπειτα δὲ.. S.OC 632

    , X.Cyr.2.1.2,23, An.5.6.7-8, Hier.11.8, etc.;

    π. μὲν.., ἔπειτα.. Pl.Phd. 89a

    , etc.;

    π. μὲν.., ἔπειτα δεύτερον.., τρίτον δὲ.. Aeschin.1.7

    ;

    π. μὲν.., εἶτα.. Pl.Phlb. 15b

    ;

    π. μὲν.., εἶτα δὲ.. X. An.1.2.16

    ;

    π. μὲν.., εἶτα.., ἔτι δὲ.. Id.Mem.1.2.1

    ;

    π. μὲν..,.. δὲ αὖ.. Pl.Lg. 935a

    ;

    π. μὲν.., ἔτι δὲ.. Lys.4.10

    , etc.;

    π. μὲν.., ἔτι τοίνυν.. D.44.57

    ; freq. answered only by δέ, Id.9.48, etc.; sts. the answering clause must be supplied, A.Ag. 810, D.7.7, etc.: also

    πρῶτον μὲν.. δεύτερον μήν.. Pl.Phlb. 66a

    : also

    πρῶτα μὲν.., ἔπειτα.. S.Tr. 616

    , Ar.Pl. 728;

    πρῶτα μὲν.., ἔπειτα.., εἶτα.. E.Med. 548

    ;

    πρῶτα μὲν..,.. δὲ.. A.Pr. 447

    ; πρῶτα μὲν.., ἔπειτα δὲ.. X HG7.1.7, cf. S. Ph. 919; ἐπεί σε πρῶτα κιχάνω since my first meeting is with you, Od. 13.228, cf. 7.53, Il.8.274: also τὸ πρῶτον, first, in the first place, at the beginning,

    ὡς τὸ π. ὑπέστην καὶ κατένευσα 4.267

    ;

    οὕνεκά σ' οὐ τὸ π., ἐπεὶ ἴδον, ὧδ' ἀγάπησα Od.23.214

    . cf. Il.3.443, 6.345, Pi.P.9.41, N.3.49; τὸ μὲν οὖν π. Pl.Prt. 333d, etc.; τὸ π..., μετὰ ταῦτα..
    D 1.12: also τὰ π., Il.1.6, Od.1.257, etc.;

    πόντῳ μὲν τὰ π..., αὐτὰρ ἔπειτα.. Il.4.424

    ;

    τὰ π. μὲν.., ὡς δὲ.. A.Pers. 412

    ;

    τὰ π..., τέλος δὲ.. S.Fr.149.5

    , cf. 966.
    c = πρότερον, before,

    ἢν.. πρῶτον ἀπόλωμαι κακῶς Ar.Ec. 1079

    ;

    π. οὐδ' ὑφ' ἑνὸς.. κρατηθέντες X.HG5.4.1

    ; θάλασσα π. ἦν ἢ γενέσθαι γῆν v.l. in Heraclit.31;

    λόγῳ π. ἢ τοῖς ἔργοις Arist.Rh.Al. 1420b28

    ;

    οὐ π. αὐτὴν ἀπέκτειναν πρὶν ἢ ἀπεκύησεν Ael.VH5.18

    ;

    π. συμμελετᾶν ἢ μελετᾶν μαθέτω AP12.206

    (Strat.).
    d first, for the first time,

    οὐ.. νῦν πρῶτα ποδώκεος ἄντ' Ἀχιλῆος στήσομαι Il.20.89

    ;

    οὐ νῦν πρῶτον, ἀλλὰ καὶ πάλαι S.Ph. 966

    ;

    ἐνταῦθα πρῶτον ἔφαγον X.An.2.3.16

    .
    e πρῶτον, πρῶτα are used after the relat. Pron. and after relat.Advbs., like Engl. once (= at all),

    οὐδ' ἐνοσίχθων λήθετ' ἀπειλάων, τὰς.. Ὀδυσῆϊ π. ἐπηπείλησε Od.13.127

    , cf. 3.320, 10.328, 13.133, Il. 1.319, 19.136; μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν.. ἐπὴν τὰ π. γένηται when once he is born, 6.489, cf. Od.3.183, 4.13, 414;

    οὔτε.. Λυκίους ἐδύναντο τείχεος ἂψ ὤσασθαι, ἐπεὶ τὰ π. πέλασθεν Il.12.420

    , cf. Od.11.106, 221; also ἐπεὶ τὸ (or τὰ) π. now that.., ἀλλ' ἐπεὶ οὖν τὸ π. ἀνέκραγον, οὐκ ἐπικεύσω now that I have spoken up, 14.467;

    τὸ μὲν οὔ ποτε φύλλα καὶ ὄζους φύσει, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπε Il.1.235

    , cf. 276, 19.9: c. part., τῷ ῥ' Αἴας τὸ π. ἐφεζόμενος μέγ' ἀάσθη (the rock) on which once seated
    A blasphemed, Od.4.509: the sense as soon as is never necessary in Hom., but is possible in Od.4.414, 19.355; δινέμεν εὖτ' ἂν πρῶτα φανῇ σθένος Ὠαρίωνος when once (or perh., as soon as), Hes.Op. 598; ὅπως τις πρῶτα γένοιτο πάντας ἀποκρύπτεσκε as soon as each was born, Id.Th. 156; ὡς τὸ π. X.An.7.8.14;

    τότ' εὐθὺς.., ὅτε πρῶτον εἶδον D.18.141

    ; αὖθίς με ἀνερέσθαι ὅταν ἐντύχῃς πρῶτον the first time you meet me, Pl.Ly. 211b;

    ἐὰν μάθω γε πρῶτον.. τί λέγεις Id.R. 338c

    .
    IV Adv. πρώτως primarily, first in Arist.,

    π. καὶ κυρίως EN 1157a30

    ; opp. δευτέρως, ib. 1158b31; π. καθ' αὑτό, opp. κατὰ συμβεβηκός, Id.Ph. 192b22, cf. Gal.1.692, al., Jul.Or.5.168b.
    2 ὅτε π. ἐπεδήμησεν.. when he first visited.., BSA27.228 (Sparta, ii A.D.).—(From πρῶτος was formed a new [comp] Sup. πρώτιστος, q.v.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρότερος

  • 19 τελειόω

    τελει-όω and [full] τελεόω (the latter always in Hdt., and the prevailing form in [dialect] Att. Prose, v. infr., and cf. τέλειος init.):—
    A make perfect, complete:
    I of things, acts, works, time, make perfect, complete, accomplish,

    πάντα ἐτελέωσε ποιήσας Hdt.1.120

    ; τελεώσαντες τὰς σπονδάς having completed the libations, Th.6.32;

    τελειοῖ τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονή Arist.EN 1174b23

    ; τ. βίου ἐνιαυτούς complete the tale of years, App.Anth.2.281 ([place name] Philadelphia);

    τὸ ἔργον Ev.Jo.4.34

    ;

    τὰς ἡμέρας Ev.Luc.2.43

    ;

    τὸν δρόμον Act.Ap.20.24

    ;

    τὸν περὶ παιδοτροφίας λόγον ἐνθάδε τελειοῦμεν Sor.1.126

    :—[voice] Med., Iamb.VP29.158, Protr. 20:—[voice] Pass., to be accomplished, Hdt.1.160, S.Tr. 1257;

    ἐπειδὴ χρόνος ἐτελεώθη Pl.Plt. 272d

    ; τελεωθέντων ἀμφοτέροισι when both men had their wishes accomplished, Hdt.5.11.
    b execute a legal instrument, make it valid by completing it, PCair.Preis.43.10 (i A.D.), PAmh.2.111.16 (ii A.D.), BGU578.21 (ii A.D.), 1657.6 (iii A.D.).
    2 in Logic, τ. τὸ εἶδος complete, make perfect the form or species, Arist. EN 1174a16:—[voice] Pass., of syllogisms, to be made perfect (by reduction to the [ per.] 1st figure, the other figures being ἀτελεῖς), Id.APr. 29a16, 30, al.
    3 [voice] Pass., of prophecies, to be fulfilled, Ev.Jo.19.28.
    II bring to perfection or consummation, ἐπιγενόμενα δὲ ταῦτα τῷ Δαρείῳ ἐτελέωσέ μιν sealed his success, in his claim to the monarchy, Hdt. 3.86; τελειῶσαι λόχον make the ambush successful, S.OC 1089 (lyr.):— [voice] Pass., to be made perfect, attain perfection, Id.El. 1510 (anap.); esp. by reaching maturity in point of age, Pl.Smp. 192a, R. 466e, 487a, 498b, etc.; so of the embryo, plants, come to maturity, Arist.GA 776a31, Thphr.HP8.2.6, Sor.1.33, al., Gal.6.531; τελειωθέντος [μειρακίου] κατὰ τὸ μέγεθος ib.162.
    2 in [voice] Pass. also, τελειωθῆναι, = γῆμαι, Paus.Gr.Fr.306, cf.

    τέλειος 1.2b

    ,

    τέλος 1.6

    .
    3 [voice] Pass., to be made perfect, of true Christians, Ep.Hebr.11.40, 12.23.
    4 [voice] Pass., die, IG14.628 ([place name] Rhegium).
    III intr., bring fruit to maturity, come to maturity, Arist.GA 757b24.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελειόω

  • 20 τελέω

    τελέω, [dialect] Ep. also [full] τελείω, both in Hom. (
    A

    τελέοντες Od.3.262

    , cf. 4.776, al.,

    τελείει 6.234

    , 23.161): [dialect] Ep. [tense] impf.

    τέλεον Il.23.373

    , 768;

    ἐτέλειον 9.456

    , 15.593; [dialect] Ion.

    τέλεσκον Call.Dian. 123

    , Fr. 434;

    τελέεσκον Q.S.8.213

    : [tense] fut.

    τελέσω Pi.N.4.43

    , X.Cyr.8.6.3, ([etym.] δια-) Pl.R. 425e codd., D.21.66 codd. (- τελῶ Cobet in both places), PAvrom.2A9 (i B.C.); [dialect] Ep. also τελέω, Il.8.415, 12.59, Od.2.256, etc.; [dialect] Att.

    τελῶ S.El. 1435

    , Ar.Ra. 173, Pl.Prt. 311b: [tense] aor. ([etym.] )

    τέλεσα Od.5.390

    ; [dialect] Ep. τέλεσσα and

    ἐτέλεσσα Il.246

    , Il.12.222, 23.543, 559, al. (inf.

    τελέσσαι Pi.P.3.9

    ); [dialect] Att.

    ἐτέλεσα Th.4.78

    , etc.: [tense] pf.

    τετέλεκα Pl.Ap. 20a

    , ([etym.] δια-) D.18.203:—[voice] Med., [tense] fut. (v. infr.): [tense] aor.

    ἐτελεσάμην Id.38.18

    , etc.; [tense] pf.

    τετέλεσμαι Inscr.Prien.11.34

    (iii B.C.):—[voice] Pass., [dialect] Ep. [tense] impf.

    ἐτελείετο Il.1.5

    : [tense] fut.

    τελεσθήσομαι Thphr.Char.16.12

    ; [tense] fut. [voice] Med. in this sense,

    τελεῖται A.Pr. 929

    , Ag.68 (anap.), etc.,

    τελέεσθαι Il.2.36

    ,

    τελεῖσθαι Od.23.284

    ; part.

    τελεόμενος Hdt.1.206

    ,

    τελεύμενος Id.3.134

    : [tense] aor.

    ἐτελέσθην Od.4.663

    , etc.; [dialect] Aeol. inf.

    τελέσθην Sapph. Supp.1.4

    : [tense] pf.

    τετέλεσμαι Il.18.74

    , etc.: [tense] plpf.

    τετέλεστο 19.242

    : Cret. [tense] pf. part.

    τετελημένος GDI4963

    ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] pf. τετέληνται dub. in SIG 1024.22 (Myconus, iii/ii B.C.): ([etym.] τέλος):—fulfil, accomplish, execute, perform, freq. in Poets from Hom. downwds., less freq. in Prose (except in signfs. 11 and 111);

    τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε Od.2.272

    , cf. Il.1.108, 523, etc.;

    τ. φιλοτήσια ἔργα Od.11.246

    ; μ' ἔφαντο ἄξειν εἰς Ἰθάκην, οὐδ' ἐτέλεσσαν but did it not, 13.212;

    τ. ἀέθλους 3.262

    ;

    πόνον 23.250

    ;

    πύματον δρόμον Il.23.373

    ;

    ὁδόν Od.2.256

    , Mimn. 11; sts. without

    ὁδόν, ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν ἤματι τῷ αὐτῷ καὶ ἀπήνυσαν οἴκαδ' ὀπίσσω Od.7.325

    ;

    ὁδῷ δὲ τὰ ξυντομώτατα ἐξ Ἀβδήρων ἐς Ἴστρον ἀνὴρ εὔζωνος ἑνδεκαταῖος τελεῖ Th.2.97

    ; ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐς

    Φάρσαλον ἐτέλεσε Id.4.78

    ; κίνδυνον τελέσσαι perform a dangerous feat, Epich.99;

    ἔργον S.El. 1399

    ;

    δίδυμα κακά A.Th. 782

    (lyr.);

    προστάγματα Pl.Lg. 926a

    , cf. d:—[voice] Pass., Hdt.1.206; καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστί, = τελεῖσθαι δύναται, Od.5.90, Il.14.196;

    τετέλεστο δὲ ἔργον 7.465

    ; αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον 'no sooner said than done', 19.242;

    ἐάνπερ ἐπὶ λόγῳ ἔργα τελῆται Pl. R. 389d

    , cf. Plt. 288c;

    γραφὴ τῶν τετελεσμένων ἔργων PPetr.3p.340

    (iii B.C.);

    τετέλεσται Ev.Jo.19.30

    (cf. 28).
    2 fulfil one's word, τ. ἔπος, μῦθον, ὑπόσχεσιν, Il.14.44, Od.4.776, 10.483;

    τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην Il.23.20

    ; τελέσαι κότον, χόλον, glut one's fury, wrath, 1.82, 4.178: also, grant one the fulfilment or accomplishment of anything, τ. νόον τινί fulfil his wish, 23.149, cf. Od.22.51;

    τ. ἐέλδωρ Hes.Sc.36

    ;

    λιτάς A.Th. 627

    (lyr.); κατάρας ib. 724 (lyr.); rarely c. inf., οὐδ' ἐτέλεσσε φέρων δόμεναι he succeeded not in.., Il.12.222 (cf.

    ἀνύω 1.6

    ):—[voice] Pass., to be fulfilled, 2.36, 330, al.: esp. [tense] pf. part., [

    μῦθος] τετελεσμένος ἐστί Il.1.388

    , cf.h.Ven.26; elsewh. in Hom. only neut.,

    τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται Il.1.212

    , cf. 8.286, al.:—[voice] Med., τελέσασθαι δίκην bring a suit to issue, D.38.18, cf. 39.18 ([voice] Pass.).
    3 grant in full, work out,

    ἀγαθόν τινι, ὅ τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ Od.2.34

    ;

    νόστον 15.112

    ;

    μόγις δ' ἐτέλεσσε Κρονίων 3.119

    ;

    τ. λυγρά 18.134

    ;

    γῆρας ἄρειον 23.286

    ;

    κακὰ κήδεα τ. τινί Il.18.8

    , cf. Od.4.699, 18.389, S. Ant.3; θεῶν τελεσάντων (sc. αὐτό) Pi.P.10.49;

    εὖ τελεῖ θεός A. Th. 35

    .
    5 bring to fulfilment or perfection,

    ἀρετὰν.. πεπρωμέναν τελέσει Pi.N.4.43

    ; τ. τινά bless him with perfect happiness, Id.I.6(5).46 (dub.); so

    τετελεσμένον ἐσλόν Id.N.9.6

    ;

    τελεσθεὶς ὄλβος A.Ag. 751

    (lyr.): also, bring a child to maturity, bring it to the birth, E.Ba. 100 (lyr.).
    7 of Time,

    ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ.. τέλεσ' Ἠώς Od.5.390

    ; βίον τ. Simon.36, S.Ant. 1114; πολλοὺς τρόχους ἡλίου ib. 1065;

    τελευτὴν τοῦ βίου Id.Tr.79

    ; also τ. νοῦσον come to the end of it, Hes. Th. 799:—[voice] Pass.,

    περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη Od.10.470

    , cf. Hes. Th.59; τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν ib. 795; ἐν τοῖς ἔτεσι τοῖς δὶς ἑπτὰ τετελ. Arist.HA 581a14, cf. Metaph. 994a26; of men, come to one's end,

    οἴμοι.. δεσπότου τελουμένου A.Ch. 875

    (s. v.l.).
    8 sts. intr., like the [voice] Pass., come to an end, be fulfilled, turn out, οὐ γὰρ οἶδ' ὅπῃ τελεῖ ib. 1021, cf. Pers. 225 (troch.), S.El. 1417 (lyr.): later = τελέθω, to be,

    φύσει τελῶν μνησίκακος Tz.H.2.83

    , al.
    II pay what one owes, what is due,

    λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας Il.9.156

    , 298 (unless this means ' will administer good laws'); νῆας.. αἵ κεν τελέοιεν ἕκαστα ἄστε' ἐπ' ἀνθρώπων ἱκνεύμεναι bring supplies of everything, Od. 9.127: generally, pay, present, δῶρα, δωτίνην, Il.9.598, Od.11.352;

    μισθόν Il.21.457

    , Eup.4;

    ἀργύριον Pl.Ly. 208b

    ;

    ἀργύριον.. μισθόν Id.Prt. 311d

    ;

    δύο δραχμὰς μισθόν Ar.Ra. 173

    : metaph.,

    τ. ὕμνον Pi.P. 1.79

    , 2.13; τ. ψυχὰν Ἀΐδᾳ, i.e. die, Id.I.1.68.
    b esp. pay tax, duty, toll,

    φόρον Pl.Alc.1.123a

    ;

    τὰ τέλη Cratin.Jun.9.5

    , Arist.Ath. 55.3, cf. Pl.Lg. 847b; τ. μετοίκιον pay the tax of a μέτοικος, ib. 850b;

    ἱππάδα Is.7.39

    ;

    θητικόν Arist.Ath.7.4

    , Lex ap. D.43.54;

    ξενικά D.57.34

    ;

    συντάξεις Aeschin.3.91

    ; freq. in Papyri,

    οἱ τελοῦντες τὰ καθήκοντα εἰς τὸ βασιλικόν PTeb.5.174

    (ii B.C.), etc.; τ. σῖτον pay one's contribution of corn, X.HG5.3.21: abs., pay tax, IG12.1.2,3, Hdt.2.109:—[voice] Pass., of money, etc., to be paid, Id.9.93; of persons, to be in receipt of rent,

    χώραν ἀτέλεστον ἔχουσιν αὐτοὶ τετελεσμένοι D. Prooem.55

    .
    b consume, eat (cf.

    ἀναλίσκω 1.3

    ), [

    σιτία] μέτρια τελεύμενα Hp.Aff.47

    , cf. 26,43,44.
    3 since, in many Greek cities, the citizens were distributed into classes acc. to their taxable property, τ. εἴς τινας meant to belong to a class, to be reckoned among, τ. ἐς Ἕλληνας, ἐς Βοιωτούς, belong to the Greeks, the Boeotians, Hdt.2.51, 6.108; εἰς ἀστοὺς τ. become a citizen, S.OT 222; εἰς ἄνδρας τ. come to man's estate, Pl.Lg. 923e; εἰς γυναῖκας ἐξ ἀνδρὸς τ. become a woman instead of a man, E.Ba. 822; ἕκαστος ἡμῶν ὑπό τινα τελεῖ δαίμονα ὃς πάσης ἡμῶν τῆς ζωῆς ἐπάρχει belongs.., Herm. in Phdr.p.93 A.
    4 from the last sense perh. may be expld. the phrase, κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι πρὸς τὸν πατέρα τελέσαι to compare with his father, Hdt.3.34 ( τελέσαι om. cod. E, secl. Hude).
    III initiate in the mysteries, τινα Pl.Euthd. 277d;

    τῇ μητρὶ τελούσῃ τὰς βίβλους ἀναγιγνώσκειν D.18.259

    ; τυμπανίζειν καὶ τ. Plu.2.60a;

    τ. τῷ Διονύσῳ Milet.6.23

    :—[voice] Pass., to have oneself initiated, Ar.Nu. 258;

    τετελεσμένος Pl.Phd. 69c

    , Berl.Sitzb.1927.169 ([place name] Cyrene), etc.;

    ἐτέλεις, ἐγὼ δ' ἐτελούμην D.18.265

    ; Διονύσῳ τελεσθῆναι to be consecrated to Dionysus, initiated in his mysteries, Hdt.4.79;

    ὀργίοισι Hp. Lex5

    , cf. X.Smp.1.10: c. acc.,

    Βακχεῖ' ἐτελέσθη Ar.Ra. 357

    (anap.);

    τελέους τελετὰς τελούμενος Pl.Phdr. 249c

    , cf. 250b; also

    τ. μεγάλοισι τέλεσι Id.R. 560e

    .
    b in Magic, endow a thing with potency, consecrate it, PMag.Par.1.1744, PMag.Lond.46.242, 121.590, Sch.Ar.Pl. 884.
    3 also of sacred rites, perform,

    ἱερά E.Ba. 485

    , cf. IT 464 (anap.);

    θυσίαν τοῖς θεοῖς D.S.4.34

    , cf. Plu.Thes.16;

    ὄργια IG14.1183

    ([place name] Rome), Paus.4.14.1; γάμον, γάμους, Call.Ap.14, Lyc. 1387:— [voice] Pass., Pl.Lg. 775a.
    4 [voice] Pass., of women, to be married, GDI3721.5,9 ([place name] Cos).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελέω

См. также в других словарях:

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • Ὅρα τέλος μακροῦ βίου. — См. Никто не счастлив прежде смерти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • τελευτή — η, ΝΜΑ 1. τέλος, έσχατο σημείο, τέρμα, άκρο 2. (με ή χωρίς γεν. τού βίου ή τής ζωής) το τέλος τού βίου, ο θάνατος, ιδίως ο φυσικός (α. «η τελευτή τού βίου του» β. «παρὰ τοῡ ὑπηρετοῡντος μοναχοῡ ἔμαθε τὴν τελευτὴν αὐτοῡ», Μηναί. γ. «τελευτὴν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»